Φαντάσου ένα παιδί, με τα μάτια γεμάτα απορία, να προσπαθείς να βρεις τον εαυτό του μέσα από το βλέμμα των άλλων. Ένα παιδί που μαθαίνει ότι αξίζει όταν το προσέχει, όταν τα συναισθήματά του βρίσκουν αντίκρισμα στα λόγια ή στις πράξεις κάποιου άλλου. Όταν γελάει, όταν δακρύζει, όταν φοβάται, θέλει να ξέρει ότι κάποιος είναι εκεί. Όχι μόνο να τον κοιτάζει, αλλά να τον βλέπει πραγματικά. Να νιώθεις πως έχει χώρο να είναι αυτό που είναι, χωρίς φόβο και χωρίς να χρειάζεται να κρύβεται.
Η ασφάλεια που αναζητά, χτίζεται με τη συνέχεια και τη συνέπεια. Αν αυτό λείπει, ο κόσμος γύρω του μοιάζει ασταθής. Η γη κάτω από τα πόδια του τρέμει. Πώς να πιστέψει στον εαυτό του όταν η πίστη των άλλων σε αυτόν ήταν ασταθής; Πώς να βρεις το κουράγιο να εξερευνήσει τον κόσμο όταν η βάση του ήταν αβέβαιη;
Και μεγαλώνει, με την καρδιά του γεμάτη ερωτήματα και μια αθόρυβη λαχτάρα: Θέλω να συνδεθώ . Αλλά πώς συνδέεσαι αληθινά όταν δεν έχεις μάθει τι σημαίνει η σύνδεση; Όταν οι άλλοι ήταν εκεί μόνο με τον δικό τους τρόπο, χωρίς να χωράς εσύ, με όλα τα συναισθήματά σου, με όλη την αλήθεια σου; Όταν ο σεβασμός, η αναγνώριση, η κατανόηση έμειναν λόγια που ποτέ δεν ένιωσες στο “ψυχικό σου δέρμα”;
Έτσι, αρχίζει να προσφέρει. Προσφέρει για να νιώσει ότι αξίζει, για να κερδίσει την προσοχή, για να μην τον αφήσει ποτέ. Η προσφορά γίνεται η γέφυρα του προς τους άλλους, αλλά αυτή η γέφυρα φθείρεται. Η ισοτιμία θυσιάζεται και η μοναξιά παραμένει. Μια μοναξιά που μοιάζει τόσο οικεία, σχεδόν φυσική.
Όσο περισσότερο καλύπτει την ανάγκη των άλλων, όσο περισσότερο ενθουσιάζονται με την προσφορά του, τόσο πιο απαραίτητος νιώθεις. «Με βλέπουν», σκέφτεται. «Με εκτιμούν», πιστεύει. Αλλά βαθιά μέσα του φοβάται να αντικρίσει την αλήθεια: δεν συνδέονται μαζί του, με αυτό που είναι. Συνδέονται με αυτό που κάνει για εκείνους.
Θέλει να τον αγαπούν γι’ αυτό που είναι. Θέλει να νιώθει ότι οι πράξεις του δεν είναι ο μόνος λόγος που τον εκτιμούν. Ότι η προσωπικότητά του, τα όνειρά του, οι φόβοι του, έχουν αξία. Αλλά δεν τολμά να το δείξει. Φοβάται ότι αν εκφράσει την ανάγκη του, θα φανεί ευάλωτος. Και τι θα γίνει τότε; Θα τον ακούσουν; Θα τον νοιαστούν; Ή θα τον αγνοήσουν ξανά;
Έτσι, θυσιάζει την αυθεντικότητά του. Συνεχίζει να κρύβει τις ανάγκες του, να αποσιωπά την έλλειψη επικοινωνίας, να καλύπτει τις ρωγμές στις σχέσεις του. Προστατεύει τους άλλους από την αλήθεια του. «Ίσως έχουν δίκιο», σκέφτεται. «Ίσως τα δικά μου συναισθήματα δεν έχουν τόση σημασία».
Και όμως, πόσο διαφορετικός ήταν ο κόσμος του αν κάποιος του έλεγε: Σε βλέπω. Όχι για όσα κάνεις, αλλά για αυτό που είσαι. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να κερδίσεις την εκτίμησή μου. Την αξίζεις, απλώς επειδή υπάρχεις.
Μια φράση μπορεί να αλλάξει τέτοια πάντα. Γιατί βαθιά μέσα του, αυτό το παιδί, που πλέον μεγάλωσε, να ψάχνει τη σύνδεση που δεν είχε ποτέ. Θέλει να πιστέψει ότι η αγάπη δεν χρειάζεται να τη διεκδικήσει. Ότι μπορεί να αξίζει, όπως ακριβώς είναι.