Προσέχω
21 Νοεμβρίου 2018
Αφοσιώνομαι
22 Νοεμβρίου 2018

Ανάγκη και επιθυμία

Ανάγκη και επιθυμία

Μια γυναίκα, σε μια εποχή που οι ανάγκες της φαίνονταν να κυριαρχούν, έβλεπε συχνά όνειρα πως ζούσε σε ένα άδειο σπίτι. Το σπίτι αυτό είχε παράθυρα που άφηναν το φως να μπαίνει, αλλά μέσα του έμοιαζε με έναν απέραντο χώρο όπου οι ήχοι αντηχούσαν, και οι τοίχοι της ψυχής της έμοιαζαν μακρινοί, δύσκολο να προσεγγιστούν. Περιφερόταν μέσα του νιώθοντας μια αδιόρατη απόσταση, σαν να μην ήταν πραγματικά δικό της, ούτε όμως και τελείως ξένο. Τα συναισθήματά της για το σπίτι και για τον ίδιο της τον εαυτό ήταν ουδέτερα, σαν να περίμεναν κάτι να τα ξυπνήσει.

Τα πράγματα ήταν διάσπαρτα, χωρίς φροντίδα, σαν να έλειπε ένα αόρατο χέρι που θα έδινε νόημα και τάξη. Η εικόνα αυτή την έκανε να αισθάνεται άβολα, και η σκέψη για το πώς θα γεμίσει το σπίτι αυτό γέμιζε το νου της με αγωνία και προσδοκία. Σαν να έπρεπε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν.

Μέσα από αυτό το όνειρο, η γυναίκα άρχισε να νιώθει πως χρειαζόταν κάτι περισσότερο, κάτι που θα έδινε νόημα όχι μόνο στο σπίτι, αλλά και στον εαυτό της. Ήθελε κάθε άνθρωπος που περνούσε από το σπίτι της να της αφήνει κάτι, μια πράξη, μια λέξη, κάτι που θα την ολοκλήρωνε. Είχε την αίσθηση πως προσέφερε πολλά, πως ήταν γενναιόδωρη, αλλά συχνά έμενε με το αίσθημα ότι δεν λάμβανε αυτό που πραγματικά χρειαζόταν.

Κι όμως, εκεί βαθιά μέσα της, συνειδητοποίησε ότι η προσφορά της προς τους άλλους δεν ήταν πάντα αυθεντική. Προσπαθούσε, μα δεν ήταν σε θέση να προσφέρει με ενσυναίσθηση, γιατί ήταν γεμάτη από τη δική της ανάγκη για αποδοχή και για πλήρωση. Οι επισκέπτες έφευγαν με την αίσθηση ότι δεν είχαν πραγματικά αγγίξει την ψυχή της, γιατί εκείνη, χωρίς να το καταλαβαίνει, τους καλούσε χωρίς δέσμευση, χωρίς βαθιά επικοινωνία.

Η γυναίκα όμως δεν ήταν κακόβουλη, ούτε αδιάφορη. Απλώς, κουβαλούσε μέσα της μια βαθιά κούραση, μια εξάντληση της ψυχής της. Ακόμη και η παραμικρή προσφορά της φαινόταν σαν να αδειάζει από τα τελευταία της αποθέματα. Κι όμως, αυτή η ανάγκη της ήταν μια κραυγή για βοήθεια, μια έκκληση για σύνδεση και αγάπη. Έψαχνε τους άλλους μέσα από τις δικές της ανεκπλήρωτες επιθυμίες, στρεφόμενη εκεί που πίστευε ότι θα βρει αυτό που της έλειπε. Κι έτσι, όπως κάνει κάθε άνθρωπος, συνέχιζε να αναζητά στους άλλους κομμάτια του εαυτού της.

Όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό το μονοπάτι, δεν ήταν μάταιο. Μέσα από αυτή την αναζήτηση, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει ότι οι ανάγκες της δεν την καθόριζαν, αλλά της έδιναν κατεύθυνση. Δεν έπρεπε πια να νιώθει ενοχές για το ότι χρειαζόταν. Οι ανάγκες αυτές ήταν ανθρώπινες, αληθινές, και άξιζαν να ακουστούν και να κατανοηθούν πρώτα απ’ όλα από την ίδια.

Με τον καιρό, και μετά από εσωτερική εργασία, η γυναίκα άρχισε να αποδέχεται τα συναισθήματά της και να κατανοεί τη θλίψη της. Δεν την έβλεπε πια σαν εχθρό, αλλά σαν δάσκαλο. Έμαθε να αξιοποιεί την εσωτερική της αναστάτωση, να τη μεταμορφώνει σε καύσιμο για να δημιουργήσει αξία για τον εαυτό της. Και έτσι, τα όνειρά της άρχισαν να αλλάζουν.

Ονειρευόταν τώρα το σπίτι της γεμάτο φως και ζεστασιά. Οι τοίχοι, που κάποτε της φαίνονταν μακρινοί και ψυχροί, τώρα ήταν γεμάτοι από αναμνήσεις και στιγμές που είχαν αξία. Το σπίτι ήταν δικό της, το ένιωθε πια. Και ακόμη κι αν υπήρχαν κενά δωμάτια, δεν τη φόβιζαν, γιατί η καρδιά της ήταν γεμάτη από την αγάπη που είχε λάβει και δώσει.

Η ευγνωμοσύνη ήταν ο νέος της σύντροφος. Δεν ένιωθε πια πως χρειαζόταν να πάρει από τους άλλους για να νιώσει πλήρης. Ήταν πλούσια όχι σε υλικά αγαθά, αλλά σε στιγμές, σε αγάπη, σε ανθρώπους που είχαν έρθει και είχαν φύγει από τη ζωή της, αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη.

Αυτή η εσωτερική γαλήνη τής έδωσε την ελευθερία να επιθυμεί. Η επιθυμία, που κάποτε την τρομοκρατούσε, έγινε τώρα φίλη της. Δεν ήθελε πια να γεμίσει το σπίτι της με τα δώρα των άλλων. Ήθελε απλώς να το μοιραστεί. Μοιραζόταν την επιθυμία της, τα όνειρά της, την ίδια της την ύπαρξη, όχι γιατί χρειαζόταν κάτι σε αντάλλαγμα, αλλά γιατί η ίδια είχε γίνει ο γεμάτος και ζεστός χώρος που πάντα αναζητούσε.

Ζούσε τις στιγμές της με ευγνωμοσύνη, χωρίς να βιάζεται, χωρίς προσδοκίες. Οι άνθρωποι που την περιέβαλλαν δεν ήταν εκεί για να την ολοκληρώσουν, αλλά για να μοιραστούν μαζί της αυτό που είχαν. Και η ίδια, για πρώτη φορά, προσέφερε χωρίς βάρος, χωρίς να νιώθει ότι χάνει κάτι από τον εαυτό της.

Τα όνειρά της πλέον ήταν γεμάτα ζωή και αγάπη. Το άδειο σπίτι είχε γίνει πια ένας χώρος γεμάτος φως, όπου η επιθυμία της δεν ήταν πια ένα βάρος που έπρεπε να καλύψει, αλλά μια πηγή δύναμης και χαράς.

Αγγελική Μπολουδάκη