Όταν ένα παιδί βιώνει απόρριψη, είτε πρόκειται για συναισθηματική ψυχρότητα είτε για την αδυναμία των γονιών να ανταποκριθούν στις συναισθηματικές του ανάγκες, είναι πιθανό να αναπτύξει μια αίσθηση αναξιότητας. Αυτή η αναξιότητα μπορεί να μετατραπεί σε μια ατέρμονη ανάγκη για επιβεβαίωση, την οποία το άτομο επιδιώκει συχνά στις σχέσεις του, ακόμα και σε ανθυγιεινές ή ανισόρροπες καταστάσεις.
Η επιμονή σε σχέσεις που δεν καλύπτουν συναισθηματικές ανάγκες, παρά τη φαινομενική έλλειψη ενδιαφέροντος από τον άλλο, είναι μια προσπάθεια να διορθώσει το άτομο αυτό το πρωταρχικό τραύμα. Η επιμονή αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι αν καταφέρει να κερδίσει την αποδοχή, τότε θα αποδείξει την αξία του. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί τόσοι άνθρωποι μένουν σε σχέσεις που δεν τους προσφέρουν συντροφικότητα, ενώ παραβλέπουν τα δικά τους συναισθήματα και ανάγκες, αναζητώντας μόνο την επιβεβαίωση του άλλου.
Συχνά, η ανάγκη για σύνδεση παρερμηνεύεται ως η ανάγκη για την αποδοχή ή την προσοχή του άλλου, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι οι συναισθηματικές ανάγκες του ατόμου δεν εκπληρώνονται. Η επιμονή σε ανισόρροπες σχέσεις μπορεί να σχετίζεται με την παιδική απόρριψη, όπου η αίσθηση της απόρριψης είχε συγχωνευτεί με την έννοια της σχέσης.
Η αληθινή σύνδεση, ωστόσο, δεν μπορεί να επιτευχθεί όταν η σχέση περιορίζεται σε επιφανειακά κοινά στοιχεία, όπως τα ενδιαφέροντα ή η εμφάνιση. Οι ουσιαστικές σχέσεις χτίζονται μέσα από τη βαθιά επικοινωνία και την κατανόηση των συναισθημάτων και των αναγκών του άλλου. Εδώ τίθεται το ερώτημα αν κάποιος μπορεί να εκφράζει ανοιχτά την ανάγκη του για σύνδεση ή αν την παρουσιάζει εξωραϊσμένη, φοβούμενος την απόρριψη.
Η απόρριψη δεν προέρχεται πάντα μόνο από τον άλλον. Αν έχει κανείς μάθει από νωρίς να αποδέχεται την απόρριψη ως φυσιολογική, μπορεί να την αναπαράγει και στη σχέση του με τον εαυτό του. Η ανοχή σε συμπεριφορές που υποτιμούν ή υπονομεύουν την αξία του είναι ένας τρόπος αυτο-απόρριψης, όπου το άτομο δέχεται την ελαττωματική εικόνα του εαυτού που του είχε επιβληθεί στην παιδική ηλικία.
Η σύγχυση ανάμεσα στη δικαιολογία και την κατανόηση, η λήψη ρόλων που δεν αναλογούν στο άτομο και η υποτίμηση της αξίας του υποδεικνύουν μια εσωτερικευμένη τάση να θεωρεί το άτομο τον εαυτό του ανάξιο της πλήρους αποδοχής. Αυτή η εσωτερική απόρριψη διαιωνίζει τον κύκλο της ανεπάρκειας στη σχέση, όπου το άτομο αναλαμβάνει ευθύνες του άλλου και συγχέει την εκμετάλλευση με τη συντροφικότητα.
Η απελευθέρωση από αυτό το μοτίβο προϋποθέτει την αναγνώριση του πόνου που έχει ριζώσει από την παιδική ηλικία. Η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη, καθώς η αποδοχή αυτού του πόνου απαιτεί θάρρος και ειλικρίνεια προς τον εαυτό. Η κατανόηση ότι αυτό που θεωρούσαμε σύνδεση δεν είναι στην πραγματικότητα αυθεντική σύνδεση είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή. Η αναγνώριση αυτής της διαστρεβλωμένης αντίληψης μπορεί να οδηγήσει στην απελευθέρωση από σχέσεις που δεν είναι ισότιμες και την αποδοχή μόνο εκείνων που πραγματικά καλύπτουν τις συναισθηματικές ανάγκες.
Ο αληθινός σύντροφος είναι εκείνος που δεν αναζητά μόνο την επιβεβαίωση, αλλά κατανοεί και ανταποκρίνεται στις ανάγκες για ουσιαστική σύνδεση. Έτσι, το άτομο μαθαίνει να συνδέεται με τους άλλους σε ένα επίπεδο όπου οι πράξεις, όχι μόνο τα λόγια, αποδεικνύουν την αυθεντικότητα της σχέσης. Ουσιαστική σύνδεση σημαίνει να νοιαζόμαστε για τον άλλον με τρόπο που είναι κατανοητός και αποδεκτός και για τους δύο.
Να μπορείτε να διακρίνετε ανάμεσα στην αληθινή σύνδεση και την ψευδαίσθηση που προκύπτει από την ανάγκη επιβεβαίωσης. Η προσωπική εξέλιξη συνεπάγεται την ικανότητα να απορρίπτουμε σχέσεις που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές μας ανάγκες και να επιλέγουμε αυτές που μας προσφέρουν την αληθινή συντροφικότητα που επιζητούμε.