Προγραμματίζοντας κάτι σημαντικό, πολλές φορές βρισκόμαστε αντιμέτωποι με απρόοπτες αλλαγές που ανατρέπουν τις αρχικές μας προσδοκίες. Οι αλλαγές αυτές δεν είναι πάντοτε εύκολες, ειδικά όταν νιώθουμε ότι δεν ακούστηκε η δική μας άποψη ή όταν οι συνθήκες απαιτούν από εμάς να προσαρμοστούμε σε κάτι που δεν επιθυμούμε.
Όταν κάτι που έχουμε στο μυαλό μας δεν πραγματοποιείται, η απογοήτευση γίνεται έντονη. Αναδύεται ένας φόβος απόρριψης, που πολλές φορές επηρεάζει όχι μόνο τα συναισθήματα, αλλά και τις σκέψεις, τα λόγια, τη συμπεριφορά μας. Ίσως σκεφτούμε: “Γιατί δεν εισακούστηκε η γνώμη μου; Γιατί η αλλαγή έρχεται τελευταία στιγμή; Γιατί πρέπει εγώ να συμμορφωθώ;” Αυτές οι σκέψεις είναι φυσικές, αλλά συχνά φανερώνουν μια βαθύτερη ανάγκη: την ανάγκη να νιώσουμε ότι οι άλλοι μας υπολογίζουν και μας σέβονται.
Η προσαρμογή στις αλλαγές γίνεται ευκολότερη όταν αντιλαμβανόμαστε ότι οι άλλοι δεν προσπαθούν να μας επιβληθούν ή να μας εκμεταλλευτούν. Όταν αισθανόμαστε ότι υπάρχει ειλικρινές ενδιαφέρον για τα συναισθήματά μας, η αλλαγή δεν μοιάζει με παραχώρηση, αλλά με πράξη συνεργασίας. Σε αυτές τις στιγμές, δεν αρνούμαστε τις επιθυμίες μας – απλώς τις βάζουμε σε μια σειρά προτεραιότητας που δεν αναιρεί την αξία τους. Ξέρουμε ότι η δική μας στιγμή θα έρθει. Και όταν αυτή η φροντίδα εκφράζεται, ακόμα κι αν η δική μας ανάγκη δεν καλύπτεται άμεσα, ο συμβιβασμός φέρνει χαρά, όχι πικρία.
Η ειλικρινής επικοινωνία με ευγένεια αποτελεί γέφυρα που ενώνει. Όταν εκφράζουμε τις σκέψεις μας χωρίς φόβο και οι άλλοι μας ακούν, νιώθουμε ότι ανήκουμε. Ο φόβος της απόρριψης, όμως, έχει συχνά τις ρίζες του στην παιδική ηλικία. Ίσως τότε δώσαμε περισσότερη ενέργεια απ’ όση μπορούσαμε, προσπαθώντας να κερδίσουμε αποδοχή. Ίσως μάθαμε να δίνουμε χωρίς να αναρωτιόμαστε αν αυτό που λαμβάναμε γέμιζε την καρδιά μας. Αυτή η ανισορροπία μας άφησε αισθήματα πικρίας και αδικίας.
Καθώς ωριμάζουμε, συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά των άλλων. Μπορούμε, όμως, να παρατηρήσουμε την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται με έγνοια και ειλικρίνεια. Όταν δίνουμε την ενέργειά μας με μέτρο, νιώθουμε πληρότητα. Αντίθετα, όταν προσφέρουμε περισσότερα από όσα μπορούμε, συχνά νιώθουμε εξάντληση και πικρία – συναισθήματα που δεν θα είχαν θέση αν σεβόμασταν τις ανάγκες μας.
Όταν επικοινωνούμε τα συναισθήματα και τις ανάγκες μας με ευγένεια, οι πιθανότητες να μας ακούσουν αυξάνονται. Όταν υπάρχει σεβασμός και οι ανάγκες μας υπολογίζονται, νιώθουμε ευγνωμοσύνη. Αυτή η ισορροπία δημιουργεί σχέσεις που βασίζονται στην αμοιβαία κατανόηση και εκτίμηση.
Ας είμαστε ευέλικτοι και δεκτικοί στο ενδιαφέρον, την έγνοια και τη δοτικότητα των άλλων. Ας δίνουμε μέχρι εκεί που μπορούμε, χωρίς να προδίδουμε τις ανάγκες μας. Και όταν απογοητευόμαστε, ας αναζητούμε άλλες πηγές ασφάλειας, ξεκινώντας από μέσα μας.
Η εμμονή με τις αρνητικές συμπεριφορές των άλλων είναι συχνά μια απόπειρα να θέσουμε όρια, πολλές φορές με θυμό ή φόβο. Όταν, όμως, δίνουμε έμφαση στον αυτοσεβασμό μας, δεν έχουμε ανάγκη από τέτοιες διαπραγματεύσεις. Σεβόμενοι τον εαυτό μας, απομακρυνόμαστε από τοξικές καταστάσεις και εστιάζουμε σε ό,τι μας θρέφει.
Ας αναγνωρίζουμε και να εκτιμούμε τις πράξεις των ανθρώπων που μας δείχνουν ότι μας υπολογίζουν στη ζωή τους. Ο σεβασμός και η ευγένεια μας δίνουν τη δύναμη να δημιουργούμε χώρο για τη διαφορετικότητα των άλλων, όπως κι εκείνοι για εμάς. Σε αυτήν την αμοιβαία προσπάθεια, αναπτύσσουμε σχέσεις που μας προσφέρουν χαρά, υποστήριξη και βαθιά σύνδεση.
Με αυτόν τον τρόπο, μετατρέπουμε τις αλλαγές και τις προκλήσεις σε ευκαιρίες για ανάπτυξη, κατανόηση και αγάπη – για τον εαυτό μας και για τους άλλους.