Το άγχος είναι μια αντίδραση σε έναν υποθετικό κίνδυνο, συνήθως φανταστικό. Βασίζεται σε μια μνήμη από το παρελθόν, όταν ένα γεγονός προκάλεσε έντονα και ανεξέλεγκτα συναισθήματα. Στο παρόν, παρόμοιες καταστάσεις προκαλούν αυτόματα φόβο, καθώς φοβόμαστε ότι θα επαναληφθούν τα ίδια επώδυνα συναισθήματα. Ωστόσο, παρόλο που φοβόμαστε, ταυτόχρονα μας ελκύει η ιδέα να πάρουμε το ρίσκο και να ζήσουμε την εμπειρία, γεγονός που δημιουργεί μια εσωτερική σύγκρουση. Τα συμπτώματα του άγχους λειτουργούν ως άμυνα για να αποφύγουμε την ανάμειξη σε αυτές τις καταστάσεις που θεωρούμε επικίνδυνες.
Αν και οι καταστάσεις που συναντάμε στο παρόν είναι νέες, το άγχος πηγάζει από τραύματα του παρελθόντος. Συνήθως αφορούν σημαντικά πρόσωπα από τα οποία εξαρτιόμασταν συναισθηματικά ως παιδιά. Η αδυναμία των γονιών να παρέχουν επαρκή ασφάλεια και υποστήριξη μπορεί να προκαλέσει αμφιβολία, φόβο και αίσθηση ανασφάλειας. Το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη του, όχι μόνο στους γονείς αλλά και στον εαυτό του, και αμφιβάλλει αν θα καταφέρει να αντιμετωπίσει μελλοντικές προκλήσεις.
Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης γίνεται ριζωμένη αντίληψη που συνοδεύει το άτομο στην ενήλικη ζωή. Κάθε νέο γεγονός ερμηνεύεται μέσα από το φίλτρο αυτών των παλιών συναισθημάτων, χωρίς συνειδητοποίηση της σύνδεσης με το παρελθόν. Συχνά κατηγορεί το παρόν γεγονός για συναισθήματα ανασφάλειας, παρόλο που αντικειμενικά δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος.
Ένα παιδί χρειάζεται υποστήριξη και καθησυχασμό όταν βιώνει ένα δύσκολο γεγονός, ώστε να μάθει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Αν δεν το βιώσει αυτό, θα δυσκολευτεί να αναπτύξει μια ισχυρή σχέση με τον εαυτό του και θα επιδιώκει συνεχώς την ασφάλεια με αναγκαστικές, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές. Άλλες φορές μπορεί να παραιτηθεί από τις επιθυμίες του, θυσιάζοντας την προσωπική του χαρά για να αποφύγει τη συναισθηματική έκθεση.
Ο φόβος και το άγχος συχνά ανακινούνται κάθε φορά που το άτομο προσπαθεί να επιδιώξει κάτι που επιθυμεί. Οι προσπάθειες αυτές είναι σπασμωδικές και δεν εκφράζουν την αληθινή του επιθυμία, αλλά μια αδύναμη, αμήχανη εκδοχή του εαυτού του, που φοβάται την αποτυχία ή την έκθεση. Αντί να ακολουθήσει αυτό που πραγματικά θέλει, υψώνει αμυντικούς μηχανισμούς, αποφεύγοντας τις ευκαιρίες, και παράλληλα προβάλει τις ανασφάλειές του στους άλλους, πιστεύοντας πως θα τον απορρίψουν. Έτσι, προσεγγίζει κάθε νέο γεγονός γεμάτος ενοχές και αμφιβολία, ζητώντας επιβεβαίωση και υποστήριξη.
Το παιδί έχει μια βαθιά ανάγκη για την αγάπη και την προσοχή των γονιών του. Εξαρτάται από αυτούς για τη συναισθηματική του επιβίωση και δεν μπορεί να τους αμφισβητήσει, καθώς φοβάται την απόρριψη. Αυτός ο φόβος οδηγεί στη μετατροπή του θυμού προς τους γονείς σε αυτοκατηγορία και αυτοκριτική. Το παιδί μαθαίνει να μην επιθυμεί, καθώς πιστεύει ότι έτσι προστατεύει τη σχέση του με τους γονείς του. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο χάνει την αληθινή σύνδεση με τον εαυτό του και καταπνίγει τις πραγματικές του επιθυμίες.
Όταν μια επιθυμία εμφανίζεται, ξυπνούν οι φόβοι και τα απωθημένα συναισθήματα του παρελθόντος, μαζί με την ανησυχία ότι θα πληγώσει είτε τον εαυτό του είτε τους αγαπημένους του. Οτιδήποτε θεωρείται απειλή, πραγματική ή φανταστική, προκαλεί τρομερό φόβο. Το άτομο ξοδεύει την ενέργειά του προσπαθώντας να καθησυχαστεί, αντί να την επενδύσει στην επιθυμία του, την οποία αποφεύγει από φόβο αποτυχίας ή αδυναμίας να διαχειριστεί τα συναισθήματά του.
Έτσι, το άγχος εγκαθίσταται και απομακρύνει το ενδιαφέρον από τις πραγματικές επιθυμίες, στρέφοντας το άτομο σε υποκατάστατες λύσεις. Το σύμπτωμα του άγχους δρα ως μηχανισμός άμυνας που προστατεύει το άτομο από την ανάδυση των επιθυμιών του.
Για να μπορέσει το άτομο να επανασυνδεθεί με τις επιθυμίες του και να τις ζήσει, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει και να διορθώσει τις εσφαλμένες αντιλήψεις και μνήμες που το κρατούν δεσμευμένο. Μόνο έτσι μπορεί να ζήσει την επιθυμία του αληθινά και ελεύθερα.
Αγγελική Μπολουδάκη