

Όλοι οι γονείς κουβαλούν μέσα τους δικά τους άγχη, τραύματα, όνειρα και φόβους. Συχνά, χωρίς πρόθεση ή επίγνωση, αυτά μεταβιβάζονται στα παιδιά — μέσα από σιωπές, βλέμματα, άτυπους ρόλους. Έτσι, πολλά παιδιά μεγαλώνουν προσπαθώντας να ανταποκριθούν σε αόρατες προσδοκίες: να είναι το «καλό παιδί», ο «σωτήρας» ή το «μαύρο πρόβατο».
Ως ενήλικες, δεν αρκεί να απομακρυνθούμε από το παρελθόν. Χρειάζεται να καταλάβουμε τι μας ανήκει και τι όχι. Η απελευθέρωση δεν είναι απόρριψη της οικογενειακής ιστορίας, αλλά επίγνωση του τρόπου που μας επηρεάζει — ώστε να πάψουμε να την αναπαράγουμε ασυνείδητα.
Η θεραπεία δεν έρχεται μέσα από άρνηση ή βιαστική συγχώρεση. Έρχεται όταν αντέχουμε να δούμε καθαρά και τις δύο πλευρές: την αγάπη που υπήρξε και τον πόνο που προκάλεσε. Η αλήθεια μάς ελευθερώνει, όχι για να ξεχάσουμε, αλλά για να πάψουμε να κουβαλάμε βαρύδια που δεν μας ανήκουν.
Μέσα μας υπάρχει μια εσωτερική μητέρα και ένας εσωτερικός πατέρας — φωνές που μπορούν να μάθουν να φροντίζουν, να στηρίζουν, να προστατεύουν. Όταν τις αφυπνίζουμε, σταματάμε να ζητάμε απ’ τους άλλους να μας δώσουν όσα μας έλειψαν και αρχίζουμε να τα προσφέρουμε εμείς στον εαυτό μας.
Η ανάγκη να αγαπηθούμε είναι βαθιά ανθρώπινη. Όμως όταν έχει πληγωθεί, συχνά μετατρέπεται σε αγωνία: αν δείξω ποιος είμαι, θα με αποδεχτούν; Αυτός ο φόβος μπορεί να μας εγκλωβίσει σε σχέσεις που επαναλαμβάνουν το οικείο αλλά επώδυνο.
Η αλλαγή αρχίζει όταν αναγνωρίζουμε τον πόνο, τον φροντίζουμε και τον ενσωματώνουμε. Τότε, οι σχέσεις μας δεν είναι πια έκκληση για επιβεβαίωση, αλλά χώρος αυθεντικής σύνδεσης.
Ανάμεσα στο «χρειάζομαι να αγαπηθώ» και στο «είμαι ικανός να αγαπήσω» υπάρχει μια απόσταση: εκείνη ανάμεσα στο πληγωμένο παιδί και στον ώριμο ενήλικα. Καθώς προχωρούμε με κατανόηση και αυτοπαρατήρηση, αυτή η απόσταση μικραίνει.
Η αγάπη παύει να είναι κάτι που κυνηγάμε και γίνεται κάτι που μπορούμε να ζήσουμε — με ελευθερία, αλήθεια και σεβασμό. Με ανθρώπους που μπορούν να μας δουν όπως είμαστε, χωρίς μάσκες.
Όσο συμφιλιωνόμαστε με την ιστορία μας, τόσο λιγότερο ζητάμε αγάπη σαν επιβεβαίωση και τόσο περισσότερο την προσφέρουμε σαν φυσική έκφραση του εαυτού μας.
Η βαθύτερη σύνδεση γεννιέται όταν παύουμε να φοβόμαστε την αλήθεια μας και στεκόμαστε με δύναμη και τρυφερότητα πλάι στον εαυτό μας.
Η πιο βαθιά, σταθερή και λυτρωτική αγάπη δεν είναι εκείνη που λαμβάνουμε απ’ έξω, αλλά εκείνη που μαθαίνουμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας. Όχι σαν παρηγοριά ή υποκατάστατο, αλλά σαν πράξη βαθιάς αναγνώρισης: είμαι εδώ για μένα, με όλα όσα είμαι — με την πληγή, την προσπάθεια, τη λαχτάρα, την αξία.
Η αγάπη εαυτού δεν είναι εγωισμός, ούτε αυτάρκεια ψυχρή. Είναι η ήρεμη βεβαιότητα ότι αξίζω, ακόμα κι όταν δεν με επιβεβαιώνουν. Είναι το να μπορώ να με φροντίζω, να με ακούω, να με καταλαβαίνω — όπως ίσως δεν με φρόντισαν ή δεν με άκουσαν κάποτε.
Είναι καρπός της στιγμής που λέμε: είμαι εδώ — ολόκληρος, αυθεντικός, επαρκής.
Αγγελική Μπολουδάκη