Η μάνα μου παράγγειλε να πάω να τη δω γιατί «κάτι καλό μου έχει»…«Ντομάτες γεμιστές θα ‘ναι πάλι», σκέφτηκα. Της είναι αδύνατο να διανοηθεί πως κάτι που μου άρεσε πριν από χρόνια μπορεί κάποτε να ‘παψε να μου αρέσει, κι έτσι, κάθε φορά που φτιάχνει τη «σπεσιαλιτέ» της, μου στέλνει αυτό το στερεότυπο μήνυμα. Εγώ πάλι, που δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα ν’ αλλάζω γούστο, και μάλιστα εμφανώς, αναγκάζομαι κάθε φορά να τις τρώω. Κι όχι μόνο. Ενώ ξέρω, μόλις μου τις σερβίρει, δοκιμάζω και έκπληξη, κάνοντας έτσι μια ιεροσυλία: εκπλήσσομαι με το ίδιο πράγμα! Είναι μια τακτική. Για να μη στερήσω από τη μάνα μου τη δική της έκπληξη να με βλέπει να χαίρομαι εξ αιτίας της.
Περίμενα κι αυτή τη φορά να μου σερβιριστούν οι ντομάτες, όταν βλέπω τη μάνα μου να ‘ρχεται κοντά μου κραδαίνοντας στο χέρι της με πονηρό ενθουσιασμό μια φτερούγα από τη νεότητά μου: Μια κοτσίδα. Με τέτοιο πονηρό ενθουσιασμό να την κραδαίνει, σα να ‘βαλε πια για πάντα στο χέρι ολόκληρο το «πριν» και να μη λείπει τώρα παρά ένα τσιμπιδάκι των μαλλιών για να μου το καρφώσει.
Πολύ με ταράζει αυτό το παρελθόν που σπαρταράει έτσι, μέσα στον ξένον τούτο αέρα. Πολύ με ταράζουν αυτά τα χαλαρά πλεγμένα δεκάξι μου ή και λιγότερα, τα ψαλιδισμένα τόσο στραβά, ασφαλώς μ’ εκείνο το μισοσκουριασμένο ψαλιδάκι που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για να «ισιώνει» το μουστάκι του. Πολύ με αναστατώνουν αυτά τα τσουλούφια που πετάγονται έξω από το πλέξιμο. Είναι που κοιμόνταν διαρκώς μέσα στα χρόνια.
Ποτέ μου δε χάιδεψα τόσο απτά μιαν απώλεια. Ποτέ δεν ακούμπησα το χέρι μου σ’ αυτό που πια δεν υπάρχει.
Μ’ αυτή την κοτσίδα, σκέφτομαι, πρωτοείπα κάποτε δε με νοιάζει! Και μ’ αυτήν ξαναείπα, ποιος ξέρει πόσες φορές, δε με νοιάζει! M’ αυτήν ξεκίνησα να πιάσω όλα εκείνα τα μυθικά, τα μουσικά, τα τρεχάτα «θα». M’ αυτην πρωτοπαρουσιάστηκα μια μέρα στα όνειρα, μ’ ένα θράσος, μα μ’ ένα θράσος: «Αμα μεγαλώσω, θα είμαι, θα κάνω, θα πάρω, θα πάω, θα έχω, θα ‘ρθει, θα είμαστε, θα φτάσω, θα γίνω, θα γίνω…»»
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ, ΙΚΑΡΟΣ