Οι τροφές που είναι καλές για τα όργανά μας μοιάζουν σε αυτά
5 Ιανουαρίου 2020
Τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο ευδιάκριτα στις σχέσεις μας
6 Ιανουαρίου 2020

Ο πρίγκιπας και το κάστρο της σιωπής

Το κάστρο της σιωπής

Έχοντας μείνει ολομόναχος, ο ιππότης πέρασε δειλά δειλά το κεφάλι του πίσω απ’ την πύλη του κάστρου.
[…]
Για μια στιγμή, μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του το σπαθί του, αλλά ο Μέρλιν τον είχε διαβεβαιώσει πως δε θα υπήρχαν δράκοντες για να σκοτώσει, κι ο ιππότης τον εμπιστευόταν.

Μπήκε στον τεράστιο προθάλαμο του κάστρου και κοίταξε γύρω του. Είδε μόνο μια φωτιά αναμμένη σ’ ένα τεράστιο πέτρινο τζάκι στον ένα τοίχο, και τρία χαλιά στο πάτωμα. Όσο κι αν ο ιππότης θεωρούσε το δικό του κάστρο σιωπηλό, ιδίως όταν η Τζούλιετ έκανε να του μιλήσει μέρες ολόκληρες, τούτο δω ήταν το κάτι άλλο. «Καλά το λένε Κάστρο της Σιωπής» σκέφτηκε. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο μόνος.

Και τότε, πετάχτηκε απ’ τον τρόμο ακούγοντας πίσω του μια γνωστή φωνή:

«Γεια σου, Ιππότη».

Ο ιππότης στράφηκε κι είδε με κατάπληξη το βασιλιά να ‘ρχεται προς το μέρος του από μια μακρινή γωνία της αίθουσας.

«Βασιλιά!» είπε, με φωνή κομμένη απ’ τη λαχτάρα, «ούτε που σε είδα! Τι κάνεις εδώ;»

«Ό,τι κι εσύ, Ιππότη: ψάχνω για την πόρτα.»

Ο ιππότης ξανακοίταξε γύρω του. «Δε βλέπω καμία πόρτα.»

«Μόνο όποιος καταλαβαίνει, βλέπει» είπε ο βασιλιάς. «Όταν κι εσύ καταλάβεις τι βρίσκεται εδώ μέσα, τότε θα μπορέσεις να δεις την πόρτα που οδηγεί στη διπλανή αίθουσα.»

«Μακάρι, Βασιλιά μου, μακάρι!» είπε ο ιππότης. «Όμως, ξαφνιάζομαι που είσαι εδώ. Μου είπαν πως είσαι σε σταυροφορία.»

[…]
«Όλοι καταλαβαίνουν τις σταυροφορίες» είπε ο βασιλιάς, «μα πολύ λίγοι την αλήθεια.»

«Ναι» συμφώνησε ο ιππότης. «Ούτε κι εγώ θα βρισκόμουν σ’ αυτό το μονοπάτι, αν δεν είχα κλειστεί στην πανοπλία μου.»

«Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε κλεισμένοι στην πανοπλία μας» είπε ο βασιλιάς.

«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο ιππότης.

«Στήνουμε φράγματα για να προστατεύσουμε αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Μετά, μια ωραία πρωία, «κολλάμε» πίσω απ’ τα φράγματα και δεν μπορούμε να βγούμε.»

«Αυτό, και να μου το ‘λεγαν για σένα, Βασιλιά μου, δε θα το πίστευα!» είπε ο ιππότης. «Είσαι τόσο σοφός…»

Ο βασιλιάς γέλασε λυπημένα. «Είμαι όσο σοφός χρειάζεται για να καταλάβω πότε έχω ‘κολλήσει’, και να ξανάρχομαι εδώ μέσα, για να μάθω περισσότερα για τον εαυτό μου.»

Ο ιππότης πήρε τα πάνω του, καθώς αναλογίστηκε πως μπορεί ο βασιλιάς να του’ δειχνε το δρόμο. «Τι λες…» είπε ο ιππότης, και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε, «περιδιαβαίνουμε μαζί το κάστρο; Έτσι, δε θα νιώθουμε τόσο μόνοι…»

Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του πέρα – δώθε.

«Το δοκίμασα κι αυτό κάποτε. Είναι αλήθεια πως οι σύντροφοί μου κι εγώ δεν ήμαστε μόνοι, επειδή κουβεντιάζαμε όλη την ώρα, αλλά, όταν μιλάς, είναι αδύνατον να βρεις την πόρτα που βγάζει έξω απ’ αυτήν την αίθουσα.» [..] «Ανακάλυψα πως, όταν ήμουν με κάποιον, έδειχνα μόνο την καλύτερη πλευρά μου. Δεν έλεγα να γκρεμίσω τα φράγματά μου και να επιτρέψω είτε στον εαυτό μου είτε στον άλλον να δει αυτό που προσπαθούσα να κρύψω.»

«Δεν το καταλαβαίνω» είπε ο ιππότης

«Θα το καταλάβεις» αποκρίθηκε ο βασιλιάς, « όταν θα χεις μείνει εδώ αρκετό καιρό. Πρέπει να μείνει κανείς μόνος του, για να του πέσει η πανοπλία.» […] «Ωρα να φεύγω»
«Απ’ αυτήν την πόρτα μπαίνεις μόνο» είπε ο βασιλιάς. «Η πόρτα που οδηγεί στην επόμενη αίθουσα, είναι στον πέρα τοίχο. Το κατάλαβα, τελικά, τη στιγμή που έμπαινες μέσα.»

«Τι εννοείς ‘το κατάλαβα τελικά’; Δε θυμήθηκες που ήταν από τις προηγούμενες φορές που ήσουν εδώ;» ρώτησε ο ιππότης, ενώ αναρωτιόταν για ποιο λόγο ο βασιλιάς ερχόταν και ξαναρχόταν σ’ αυτό το κάστρο.

«Κανείς δεν τελειώνει το ταξίδι του πάνω στο Μονοπάτι της Αλήθειας. Κάθε φορά που έρχομαι εδώ, όλο και καινούργιες πόρτες ανακαλύπτω, καθώς καταλαβαίνω όλο και περισσότερα.» Ο βασιλιάς τον αποχαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. «Να ‘σαι καλός με τον εαυτό σου, φίλε μου.»

«Περίμενε! Σε παρακαλώ!» φώναξε ο ιππότης.

Ο βασιλιάς γύρισε και τον κοίταξε συμπονετικά. «Ναι…;»

Ο ιππότης γνώριζε καλά πως δεν μπορούσε ν’ αλλάξει την απόφαση του βασιλιά. «Υπάρχει καμιά συμβουλή που θα μπορούσες να μου δώσεις πριν φύγεις;»

«Αυτό, για σένα, αγαπητέ μου Ιππότη» του αποκρίθηκε ο βασιλιάς, αφού έδειξε να το σκέφτεται για λίγο, «είναι μια νέα μορφή σταυροφορίας –μια μορφή, που απαιτεί πιο πολύ θάρρος απ’ όσο όλες οι άλλες μάχες που έχεις γνωρίσει στο παρελθόν. Θα ‘ναι η μεγαλύτερη νίκη σου αν μπορέσεις να συγκεντρώσεις όλη σου τη δύναμη για να μείνεις και να κάνεις εδώ αυτό που πρέπει να κάνεις.»

Τότε ο βασιλιάς στράφηκε, τέντωσε μπροστά τα χέρια του σαν να ‘σπρωχνε ν’ ανοίξει μια πόρτα, κι εξαφανίστηκε μέσα στον τοίχο, αφήνοντας τον ιππότη μ’ ανοιχτό το στόμα.

[…]
Μετά από λίγο, ένιωσε όσο απελπισμένος δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή του. Για να φτιάξει τη διάθεσή του, τραγούδησε δυο θούριους

Σε λίγο, όμως, όσο φύραινε η φωνή του, πήρε κι η σιγή να πνίγει το τραγούδι του, τυλίγοντας τον σε μια απόλυτη, απελπιστική ησυχία. Και μόνο τότε μπόρεσε ο ιππότης, για πρώτη φορά στη ζωή του, να παραδεχτεί με ειλικρίνεια ότι φοβόταν να μείνει μόνος του.

Εκείνη τη στιγμή, είδε μια πόρτα στον πέρα τοίχο της αίθουσας. Πήγε ως εκεί διασχίζοντας την αίθουσα, άνοιξε σιγά την πόρτα και μπήκε σε μιαν άλλη αίθουσα. Τούτη δω έμοιαζε με την προηγούμενη, μόνο που ήταν κάπως μικρότερη. Και σ’ αυτήν, όμως, επικρατούσε το απόλυτο ηχητικό κενό.

Για να περάσει την ώρα του, ο ιππότης άρχισε να μονολογεί δυνατά. Έλεγε ό,τι του κατέβαινε: για τα παιδικά του χρόνια, για το πόσο διαφορετικός ήταν απ’ τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας του∙ ενώ εκείνα κυνηγούσαν ορτύκια {…], αυτός καθόταν μέσα και διάβαζε.

[…]
Ο ιππότης συλλογίστηκε για πολλή ώρα, ώσπου ο ήχος της ίδιας της φωνής του έσπασε την παγερή σιωπή: «Απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, πάντα φοβόμουν να μείνω μόνος».

Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, φάνηκε μια άλλη πόρτα. Ο ιππότης την άνοιξε και πέρασε στην επόμενη αίθουσα: μικρότερη απ’ την προηγούμενη.

Κάθισε στο πάτωμα, εξακολουθώντας να συλλογίζεται, και δεν άργησε να του καρφωθεί η σκέψη ότι είχε σπαταλήσει όλη του τη ζωή με το να μιλάει γι’ αυτά που είχε κάνει, και για αυτά που θα έκανε. Δεν είχε απολαύσει ποτέ αυτά που συνέβαιναν τότε. Και τότε, άλλη μια πόρτα: έβγαζε σε μια αίθουσα, ακόμα πιο μικρή απ’ τις άλλες.

Ενθαρρυμένος απ’ την πρόοδο του, ο ιππότης έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ: έμεινε ακίνητος και άκουσε τη σιωπή. Αναλογίστηκε ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ποτέ δεν είχε καθίσει και ν’ ακούσει, ν’ ακούσει πραγματικά, κάποιον ή κάτι. Το θρόισμα του ανέμου, ο αχός της βροχής και το κελάρυσμα του νερού θα πρέπει να ήταν πάντα εκεί, μα αυτός δεν τα ‘χε ακούσει ποτέ∙ ούτε είχε ακούσει ποτέ την Τζούλιετ όταν προσπαθούσε να του πει πως αισθανόταν –ιδίως όταν ήταν λυπημένη. Τότε ο ιππότης θυμήθηκε πως κι αυτός ήταν λυπημένος. Η αλήθεια είναι ότι, στην αρχή, αν δεν ήθελε να βγάλει την πανοπλία από πάνω του, ήταν γιατί η πανοπλία έπνιγε τη λυπημένη φωνή της Τζούλιετ: δε χρειαζόταν παρά να κατεβάσει την προσωπίδα του, και η Τζούλιετ κλεινόταν απ’ έξω.

Η Τζούλιετ θα πρέπει να ένιωθε πολλή μοναξιά μιλώντας σ’ ένα σιδερόφραχτο άντρα –τόση, όση ένιωθε κι αυτός, καθισμένος σ’ εκείνη την αίθουσα που έμοιαζε με τάφο. Μέσα του ανέβλυσαν ο πόνος του κι η μοναξιά του. Σε λίγο, ένιωσε και τον πόνο και τη μοναξιά της Τζούλιετ. Για χρόνια, την είχε αναγκάσει να ζει μέσα σ’ ένα κάστρο σιωπής. Τον πήραν τα κλάματα.

Ο ιππότης έκλαψε τόσο πολλή ώρα, που τα δάκρυά του ξεχείλισαν απ’ τις τρύπες της προσωπίδας του και μούσκεψαν το χαλί που βρισκόταν από κάτω του. Τα δάκρυα πλημμύρισαν το τζάκι κι έσβησαν τη φωτιά. Κι όταν άρχισε να πλημμυρίζει κι ολόκληρη η αίθουσα, ο ιππότης θα πνιγόταν στα σίγουρα, αν εκείνη τη στιγμή, δεν εμφανιζόταν άλλη μια πόρτα στον τοίχο.

Παρ’ όλο που ο κατακλυσμός τον είχε εξαντλήσει, κατάφερε να φτάσει στην πόρτα και να την ανοίξει. Το δωμάτιο στο οποίο μπήκε, δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ του αλόγου του το αχούρι «Μα γιατί μικραίνουν συνέχεια αυτά τα δωμάτια;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.

Μια φωνή απάντησε: «Γιατί όλο και πλησιάζεις τον εαυτό σου».

Ο ιππότης, κατάπληκτος, κοίταξε τριγύρω του. Ήταν μόνος του – ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε. Ποιος είχε μιλήσει;

«Εσύ» είπε η φωνή, απαντώντας στη σκέψη του.

Η φωνή έμοιαζε σαν να ρχόταν από μέσα του. Ήταν αυτό δυνατόν;

«Ναι» απάντησε και πάλι η φωνή. «Εγώ είμαι ο αληθινός εσύ.»

«Μα, ο αληθινός εγώ είμαι εγώ!» διαμαρτυρήθηκε ο ιππότης.

«Κοίτα πως είσαι!» είπε η φωνή, μ’ ένα τόνο αηδίας. «Κάθεσαι εκεί, μισοπεθαμένος απ’ την πείνα, μέσα σ’ αυτά τα παλιοσίδερα, με κάτι γένια μούσκεμα και μια σκουριασμένη προσωπίδα! Αν εσύ είσαι ο αληθινός εσύ, τότε την έχουμε κι οι δυο μας πολύ άσχημα!»

«Άκου να σου πω!» έκανε ο ιππότης, «Έζησα όλα αυτά τα χρόνια χωρίς ν’ ακούσω ούτε μια λέξη από σένα. Και τώρα, οι πρώτες λέξεις που μου λες, είναι πως εσύ είσαι ο αληθινός εγώ! Γιατί δεν μίλησες πιο πριν;»

«Χρόνια και χρόνια ήμουν εδώ» του απάντησε η φωνή, «αλλά μόνο τώρα ήσουν τόσο ήσυχος ώστε να μ’ ακούσεις.»

Ο ιππότης είχε ακόμα αμφιβολίες. «Κι αν εσύ είσαι ο αληθινός εγώ, τότε πες μου, σε ικετεύω: εγώ ποιος είμαι;»

«Όλα θες να τα μάθεις με τη μία;» του είπε γλυκά η φωνή. «Γιατί δεν παίρνεις έναν υπνάκο;»

[…]
Σήκωσε το χέρι του για να ξύσει το κεφάλι του, κι αμέσως συνειδητοποίησε πως, ναι, έξυνε το δέρμα του. Έπιασε το κεφάλι του με τα σιδερένια χέρια του: το κράνος του είχε πέσει! Άγγιξε το πρόσωπό του και τα μακριά, τραχιά του γένια.

«Σκιουρίτσα! Ρεβέκκα!» φώναξε.

«Ξέρουμε, ξέρουμε!» είπαν κι οι δυο χαρούμενα, με μια φωνή. «Θα πρέπει να ‘κλαψες ξανά μέσα στο Κάστρο της Σιωπής.»

«Ναι∙ έκλαψα» απάντησε ο ιππότης…
[…]
Ο ιππότης ήθελε να ρωτήσει κάτι τον Μέρλιν, αλλά ο μάγος τον πρόλαβε

«Πως ήξερες τι ήθελα να σε ρωτήσω;»

«Αφού ξέρω τον εαυτό μου, ξέρω κι εσένα. Καθένας μας είναι μέρος του άλλου.»

Ο ιππότης σκέφτηκε για λίγο. «Θαρρώ πως αρχίζω να καταλαβαίνω: μπόρεσα να νιώσω τον πόνο της Τζούλιετ, επειδή είμαι μέρος της…»

«Ακριβώς!» απάντησε ο Μέρλιν. «Γι αυτό μπόρεσες για κείνην όπως και για τον εαυτό σου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έχυσες δάκρυα για κάποιον άλλον.»

[…]

 Fisher Robert, Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία, opera