Δώσε μου το χέρι σου.
Δε θέλω ν’ ανέβω ψηλά.
Ποτέ δε θέλησα, ποτέ δε δοκίμασα δόξα, δύναμη, εξουσία,
κι άλλα τέτοια λαμπρά και μάταια.
Κι όμως μου δόθηκαν οι ευκαιρίες.
Όταν κατηφόρισα από τον Καύκασο
με ολοκαίνουργιο και σφριγηλό συκώτι
πάλι και πάλι αναγεννημένο,
με το γυπαετό στον κυνηγετικό μου σάκο
τρυπημένο από το βέλος του Ηρακλή,
με το ωραίο μου σώμα αλειμμένο λάδι και μύρο
απ’ τις Ωκεανίδες …
Θυμάμαι πώς με κοίταξε ο Ηρακλής όταν με το γυπαετό να αιμορραγεί στα πόδια μας
θρυμμάτισε τις αλυσίδες που με κρατούσαν (πόσα χρόνια άραγε;) δεμένο στο βράχο, κι εγώ είπα:
– Δόξα τω Θεώ!
– Μα, φίλε μου, ο Θεός σε κάρφωσε στο βράχο, τι δοξάζεις;
Δε βαριέσαι …μια συνήθεια και το «Δόξα τω Θεώ»
Μα τι έλεγα;
Α, ναι, τότε λοιπόν, ο κόσμος ήταν δικός μου.
Θα μπορούσε να είναι δικός μου.
Έπεφταν οι ανθρώποι στα πόδια μου,
με σπολάτιζαν.
– Δοξασμένο τ’ όνομά Σου άγιε Προμηθέα μεγαλομάρτυρα,
– Δοξασμένο το όνομά σου στους αιώνες!
Μα γιατί τα τόσα ωσαννά! ;
Τι το μεγάλο είχα κάμει; Δε θυμόμουν.
Μόνο το όρνιο που ολημερίς κατέτρωγε τα σπλάχνα μου,
τους αφόρητους πόνους,
τα αίματα που έτρεχαν στα πόδια μου… αυτά θυμόμουν …
Μα, οι φωνές τους δε μ’ άφηναν….. «Ωσαννά! Ωσαννά!»
μέχρι που ντράπηκα, λύγισα στην καταραμένη οίηση,
άρχισα κι εγώ να πιστεύω πως, δε μπορεί, ήμουν σπουδαίος,
πόσο μάλλον που, μερικοί, κρατούσαν θυμιατήρια και λιβάνιζαν,
κι άλλοι, χωλοί, τυφλοί και παραπληγικοί,
πάσχιζαν ν’ αγγίξουν το χιτώνα μου να θεραπευτούν.
Ντράπηκα τότε πιο πολύ, τάχυνα το βήμα
και μπόρεσα, εν τέλει, να ξεφύγω…..
Μα, τότε, άλλο πάλι, χειρότερο, με βρήκε.
Άκουσα μια καμπάνα να χτυπά,
είδα μια γριούλα να σταυροκοπιέται
και όταν τη ρώτησα γιατί, με κοίταξε παράξενα.
– Μα είναι σήμερα, μεγάλη η χάρη Του,
του Αγίου Προμηθέα, του μεγαλομάρτυρα.
Κι όπως σηκώθηκε ένας αέρας παγωμένος,
τυλίχτηκα το χιτώνα μου κι έφυγα τρέμοντας.
Μα, πώς άγιασα λοιπόν, χρόνια μακριά από την πατρίδα,
έχοντας ασελγήσει στων θεών το θέλημα;
Γι’ αυτό σου λέω, δώσε μου το χέρι σου.
Ποτέ δεν έστερξα στο ψέμα.
Και, να σκεφτείς, μου δείξαν με το δάκτυλο,
(«κατά τας Γραφάς», είπαν,)
το μονοπάτι που κατέβασαν το σώμα μου νεκρό
απ’ το αιώνιο βουνό,
τον τάφο που το αποθέσανε,
κι ύστερα, λέει, αναστήθηκα,
μεγάλη η χάρη μου.
Μήτε γυπαετός, μήτε Ηρακλής, μήτε εγώ ο ίδιος που σου μιλώ.
Γι αυτό σου λέω…
Δώσε μου το χέρι σου.
ΜΙΝΩΣ ΣΩΜΑΡΑΚΗΣ
Ευχαριστώ: https://www.facebook.com/photo.php?fbid=1191207474395255&set=a.225926687590010&type=3&theater