Να δίνουμε νόημα
22 Μαΐου 2019Αλλάζω και προσπαθώ να αλλάξω όχι από τη στιγμή που έγινα γονιός αλλά από τη στιγμή που το συνειδητοποιώ
27 Μαΐου 2019
Ένα παιδί, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, έχει βαθιά ανάγκη να κατανοείται συναισθηματικά. Χρειάζεται έναν ενήλικα που να μπορεί να βλέπει πέρα από τη συμπεριφορά του, να αφουγκράζεται τον συναισθηματικό του κόσμο και να του δίνει τον χώρο να εκφραστεί με ελευθερία. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί μαθαίνει να αναγνωρίζει τα συναισθήματά του, να τους δίνει αξία, να τα εμπιστεύεται. Η κατανόηση αυτή αποτελεί το θεμέλιο για τη συναισθηματική του ασφάλεια, γιατί όταν τα συναισθήματά του βρίσκουν ανταπόκριση, κατανοεί ότι είναι αποδεκτό να νιώθει, να εκφράζεται, να υπάρχει όπως πραγματικά είναι.
Ωστόσο, όταν το παιδί δεν βρίσκει ανταπόκριση στα συναισθήματά του, όταν αυτά αγνοούνται ή υποτιμούνται, τότε αναγκάζεται να τα απωθήσει, να τα κρύψει, όπως κρύβει και τις ανάγκες του. Ο φόβος, ο θυμός, ο πόνος, το άγχος, δεν βρίσκουν διέξοδο, δεν μπορούν να βιωθούν συνειδητά και καταλήγουν να καταπιέζονται στη ψυχή και στο σώμα του, μετατρέποντας τα σε συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν αργότερα στη ζωή του. Το σώμα και η ψυχή έχουν μνήμη· ό,τι δεν εκφράζεται μένει καταγεγραμμένο, και αυτό που κάποτε απωθήθηκε μπορεί να επανεμφανιστεί ως πόνος, άγχος ή δυσκολία στη σύνδεση με τον εαυτό και τους άλλους.
Για να έρθει το παιδί σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο, χρειάζεται κάποιον που να το καταλαβαίνει, που να δίνει νόημα σε αυτό που νιώθει. Όταν δεν υπάρχει αυτή η ανταπόκριση, το παιδί μαθαίνει να αγνοεί τον εαυτό του, να καταπιέζει τα συναισθήματά του, να προσαρμόζεται σε αυτό που πιστεύει ότι οι άλλοι θέλουν από εκείνο. Προσπαθεί να είναι το “καλό παιδί,” να δείχνει μόνο τα συναισθήματα που θεωρεί αποδεκτά από τους άλλους, από φόβο μήπως βιώσει απόρριψη, εγκατάλειψη ή πόνο. Έτσι, μεγαλώνει με τη σκέψη πως τα συναισθήματά του είναι επικίνδυνα ή ανεπιθύμητα, και αμφιβάλλει για τη δική του αλήθεια.
Ένας άνθρωπος που δεν κατανοήθηκε συναισθηματικά στην παιδική του ηλικία, συχνά αναρωτιέται αν τα συναισθήματά του είναι έγκυρα. Μπορεί να νιώσει πόνο ή θυμό, αλλά γρήγορα προσπαθεί να τα αλλάξει ή να τα κρύψει, νιώθοντας ενοχές γι’ αυτά. Ο πόνος αυτός τον συνοδεύει, και δεν μπορεί να αφεθεί στις ανάγκες και τις επιθυμίες του, παραμερίζοντάς τις για να ικανοποιεί τις ανάγκες των άλλων. Διαμορφώνει έτσι τη ζωή του βάσει των προσδοκιών των άλλων και όχι των δικών του, χάνοντας την επαφή με τον εαυτό του, απομακρυνόμενος από τις βαθύτερες επιθυμίες και ανάγκες του.
Το παιδί έχει δικαίωμα να νιώθει και να εκφράζει όλα του τα συναισθήματα, να είναι χαρούμενο ή λυπημένο χωρίς να αισθάνεται ότι θα προκαλέσει αρνητικές συνέπειες στους γύρω του. Χρειάζεται έναν ενήλικα που να του δείχνει ότι δεν υπάρχουν «καλά» ή «κακά» συναισθήματα – υπάρχουν συναισθήματα που χρειάζονται κατανόηση και αποδοχή. Έτσι, μαθαίνει πως η λύπη, ο θυμός ή το άγχος είναι φυσιολογικές αντιδράσεις και δεν χρειάζεται να τα κρύψει ή να τα απωθήσει. Δεν είναι υποχρεωμένο να προσαρμόζεται για να κάνει ευτυχισμένους τους άλλους, αλλά μπορεί να βιώνει και να εκφράζει ελεύθερα αυτό που πραγματικά νιώθει.
Το παιδί που κατανοείται, μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου τα συναισθήματά του έχουν σημασία. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνει να τα συμβουλεύεται, να τα σέβεται, και αυτά αποτελούν την πυξίδα του στη ζωή. Συνειδητοποιεί ότι η χαρά και η λύπη είναι μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας και δεν εξαρτάται από τους άλλους για να τα βιώσει, αλλά τα αποδέχεται ως μέρος της δικής του πορείας. Έτσι, μπορεί να βλέπει τις συμπεριφορές των άλλων ως αφορμές για τα συναισθήματά του, αλλά όχι ως απόλυτη αιτία. Ενώ το παιδί που δεν κατανοήθηκε, μεγαλώνει νιώθοντας πως οι άλλοι έχουν δύναμη πάνω στα συναισθήματά του και τα επηρεάζουν, το παιδί που κατανοήθηκε αναπτύσσει τη δύναμη να τα αποδέχεται και να συνδέεται με αυτά με υγιή τρόπο.
Ένας ενήλικας που μεγαλώνει με κατανόηση, διαχειρίζεται τα συναισθήματά του για να επικοινωνήσει, να μοιραστεί, να συνδεθεί ουσιαστικά με τους άλλους. Αντίθετα, ο άνθρωπος που δεν κατανοήθηκε, έχει την τάση να κλείνεται στον εαυτό του σε δύσκολες καταστάσεις, φοβούμενος πως θα βιώσει ξανά την ίδια έλλειψη ανταπόκρισης. Η ικανότητά του να συνδεθεί έχει τραυματιστεί, και αναζητά μια ανταπόκριση που παραμένει αδιόρατη, σαν ενός γονιού προς το παιδί του. Όταν αισθάνεται θυμό, πόνο, φόβο ή άγχος, διστάζει να τα εκφράσει, νιώθοντας πως δεν θα γίνει κατανοητός.
Το παιδί που κατανοήθηκε συναισθηματικά αναπτύσσει την ικανότητα να εκφράζει όλα του τα συναισθήματα με τρόπο που κατανοούνται. Αποκτά την ικανότητα να βρίσκει τις σωστές λέξεις, να επικοινωνεί τα συναισθήματά του χωρίς ενοχές και φόβο. Έχει την αυτοπεποίθηση να τα μοιράζεται, και να δημιουργεί σχέσεις στις οποίες νιώθει ότι κρατιέται συναισθηματικά. Αυτή η ελευθερία του να είναι ο εαυτός του γίνεται το θεμέλιο της συναισθηματικής του ωριμότητας και τον οδηγεί σε σχέσεις ουσιαστικές και υγιείς, όπου η κατανόηση και η επικοινωνία αναπτύσσονται αβίαστα και η σύνδεση είναι αυθεντική και βαθιά.
Αγγελική Μπολουδάκη