Η αγάπη και το σύνδρομο της Στοκχόλμης
Συχνά οι άνθρωποι μένουν εμβρόντητοι μπροστά στις ψυχολογικές τους αντιδράσεις. Εκείνοι που υποφέρουν από κατάθλιψη σαστίζουν όταν θυμούνται ότι έχουν σκεφθεί να αυτοκτονήσουν. Ασθενείς που συνέρχονται από βαριές ψυχιατρικές διαταραχές συνήθως σοκάρονται καθώς θυμούνται τα συμπτώματα και τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια μίας κρίσης.
Πρόσφατα, ένας ασθενής που έπασχε από διπολική διαταραχή μου είπε «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σκεφτόμουν πως μπορούσα να αλλάξω τον καιρό με πνευματική τηλεπάθεια!» Μία συνηθισμένη αντίδραση είναι η εξής «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έκανα κάτι τέτοιο!»
Στην κλινική πρακτική κάποιοι από αυτούς που εκπλήσσονται περισσότερο είναι εκείνοι που έχουν εμπλακεί σε σχέσεις ελέγχου και κακοποίησης. Όταν η σχέση τελειώνει, συνήθως τα σχόλια είναι «Ξέρω τι μου έχει κάνει, αλλά ακόμη τον αγαπώ», «Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον θέλω πίσω», ή «Ξέρω ότι ακούγεται τρελό, αλλά μου λείπει». Πρόσφατα άκουσα το εξής «Αυτό δεν είναι λογικό. Έχει καινούρια φίλη που επίσης την κακομεταχειρίζεται αλλά ζηλεύω!». Οι φίλοι και οι συγγενείς ξαφνιάζονται ακόμη περισσότερο όταν ακούνε σχόλια τέτοιου είδους ή όταν βλέπουν τους αγαπημένους τους να επιστρέφουν σε μία σχέση κακοποίησης. Ενώ η όλη κατάσταση δεν έχει λογική από κοινωνικής απόψεως, μήπως έχει λογική από την πλευρά της ψυχολογίας; Η απάντηση είναι — Ναι!
Στις 23 Αυγούστου του 1973 δύο οπλισμένοι εγκληματίες εισέβαλλαν σε μία τράπεζα στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Καθώς πυροβολούσαν, ο ένας δραπέτης φυλακών από τους δύο, ο Jan-Erik Olsson, ανακοίνωσε στους τρομοκρατημένους υπαλλήλους της τράπεζας ότι «Το πάρτυ μόλις άρχισε!». Οι δύο ληστές κράτησαν για τις επόμενες 131 ώρες τέσσερις ομήρους, τρεις γυναίκες κι έναν άνδρα. Οι όμηροι, γύρω από τους οποίους είχε τοποθετηθεί δυναμίτης, κρατήθηκαν στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας, ώσπου εν τέλει διασώθηκαν στις 28 Αυγούστου.
Μετά από την απελευθέρωσή τους οι όμηροι παρουσίασαν μία παράξενη συμπεριφορά.
Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός πως απειλήθηκαν, κακομεταχειρίστηκαν και φοβόντουσαν για τη ζωή τους για πάνω από πέντε ημέρες. Στις συνεντεύξεις που έδωσαν στα μέσα ενημέρωσης ήταν ξεκάθαρο ότι υποστήριζαν τους εγκληματίες που τους κράτησαν ομήρους και στην πραγματικότητα ότι ένιωθαν φόβο για τους αστυνομικούς που ήρθαν να τους απελευθερώσουν. Οι όμηροι είχαν αρχίσει να αισθάνονται ότι οι δύο ληστές στην πραγματικότητα τους προστάτευαν από την αστυνομία. Αργότερα, μία από τις τρεις γυναίκες αρραβωνιάστηκε τον έναν από τους δύο κακοποιούς και μία άλλη ίδρυσε ένα νόμιμο ταμείο υπεράσπισης με σκοπό να συνδράμει στα έξοδα υπεράσπισης των κακοποιών. Είναι ξεκάθαρο πως οι όμηροι «δέθηκαν» συναισθηματικά με τους δύο ληστές.
Ενώ η ψυχολογική κατάσταση σε περιπτώσεις ομηρίας έγινε γνωστή ως Σύνδρομο της Στοκχόλμης εξαιτίας της δημοσιότητας, το συναισθηματικό «δέσιμο» του ομήρου με τον εγκληματία που τον κρατά ήταν μια γνωστή ιστορία στην ψυχολογία.
Είχε αναγνωριστεί πολλά χρόνια πριν και είχε εντοπιστεί σε έρευνες πάνω σε άλλους ομήρους, φυλακισμένους ή σε βάναυσες καταστάσεις όπως:
Σε τελική ανάλυση, το συναισθηματικό δέσιμο με έναν κακοποιό είναι στην πραγματικότητα μία στρατηγική επιβίωσης για τα θύματα κακοποίησης και εκφοβισμού. Η αντίδραση του «Συνδρόμου της Στοκχόλμης» σε καταστάσεις ομηρίας και/ή κακοποίησης είναι πλέον τόσο αναγνωρισμένο στην εποχή μας ώστε για τους διαπραγματευτές της αστυνομίας δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Σε ορισμένες εγκληματικές καταστάσεις μάλιστα, ενθαρρύνεται καθώς αυξάνει τις ευκαιρίες επιβίωσης των ομήρων. Από την άλλη πλευρά όμως διαβεβαιώνει ότι οι όμηροι που βιώνουν το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» δεν θα είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμοι κατά τη διάρκεια της διάσωσης ή κατά την δίωξη των εγκληματιών. Οι τοπικοί αστυνομικοί έχουν από καιρό γνωρίσει το σύνδρομο αυτό σε καταστάσεις όπου γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού δεν μπορούν να καταγγείλουν το άτομο που τις κακοποίησε. Τουναντίον, καταθέτουν χρηματική εγγύηση για την αποφυλάκιση του συζύγου/φίλου που τις κακοποίησε. Κάποιες φορές μάλιστα, επιτέθηκαν στους αστυνομικούς που έφτασαν προκειμένου να τις σώσουν από μία βίαιη επίθεση.
Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» (ΣΣ) είναι δυνατό να βρεθεί επίσης σε οικογενειακές, ρομαντικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Ο κακοποιός μπορεί να είναι ο σύζυγος ή η σύζυγος, ο φίλος ή η φίλη, ο πατέρας ή η μητέρα, ή οποιονδήποτε άλλο ρόλο ελέγχου ή εξουσίας κατέχει ο κακοποιός.
Είναι σημαντικό να κατανοηθούν τα στοιχεία του Συνδρόμου της Στοκχόλμης καθώς σχετίζονται με σχέσεις ελέγχου και κακοποίησης. Από τη στιγμή που το σύνδρομο γίνει κατανοητό, είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε γιατί τα θύματα υποστηρίζουν, αγαπούν, και ακόμη υπερασπίζονται τους κακοποιούς τους.
Κάθε σύνδρομο διαθέτει τα συμπτώματα ή τις συμπεριφορές του και το Σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρόλο που δεν έχει θεμελιωθεί μία σαφής λίστα λόγω των ποικίλων απόψεων των ερευνητών και των ειδικών, αρκετά από αυτά τα χαρακτηριστικά θα παρουσιασθούν παρακάτω:
Ανικανότητα εμπλοκής σε συμπεριφορές που μπορεί να βοηθήσουν στην απελευθέρωση ή την απομάκρυνσή τους
Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν παρουσιάζεται σε κάθε περίπτωση ομηρίας ή κακοποίησης. Σε μία ακόμη ληστεία τράπεζας που υπήρχαν όμηροι, μετά από πολλές ώρες όπου ο κακοποιός τρομοκρατούσε τους πελάτες και τους υπαλλήλους, ένας ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας πυροβόλησε και τραυμάτισε το ληστή. Όταν έπεσε τραυματισμένος στο πάτωμα, δύο γυναίκες τον σήκωσαν και τον οδήγησαν μέχρι το παράθυρο προκειμένου να δεχθεί έναν ακόμη πυροβολισμό. Όπως μπορείτε να δείτε, η χρονική διάρκεια κατά την οποία κάποιος είναι εκτεθειμένος σε παράγοντες κακοποίησης/ελέγχου παίζει σπουδαίο ρόλο.
Έχει εξακριβωθεί ότι τέσσερις περιπτώσεις ή καταστάσεις βοηθούν ως θεμέλιο στην ανάπτυξη του Συνδρόμου της Στοκχόλμης. Αυτές οι τέσσερις καταστάσεις δύναται να βρεθούν σε σχέσεις ομηρίας και κακοποίησης:
Εξετάζοντας κάθε περίπτωση μπορούμε να καταλάβουμε πως το Σύνδρομο της Στοκχόλμης αναπτύσσεται σε ρομαντικές σχέσεις αλλά και σε εγκληματικές καταστάσεις και περιπτώσεις ομηρίας.