«Για ν’ αγαπήσει κάποιος ένα πίνακα, πρώτα πρέπει να τον έχει ρουφήξει βαθιά με αργές γουλιές. Να χάσει τη συνειδητότητά του. Να κατέβει μαζί με το ζωγράφο στις αμυδρά πλεγμένες ρίζες των πραγμάτων και ν’ αναδυθεί μέσα από αυτές με χρώματα, να εμβαπτιστεί στο φως τους».
J. Gasquet: Cezanne
Αυτή ακριβώς η ιδέα του ματιού που βλέπει να χάνεται, πνιγμένο στον κατακλυσμό του χρώματος, ηχούσε καλά όσο επρόκειτο για μια έγχρωμη κατάσταση χάριτος, από την οποία μπορούσε κανείς να αναδυθεί ξανά. Αλλά αν κάποιος δεν ξανάβγαινε στην επιφάνεια; Κι αν δεν επρόκειτο για πίνακα αλλά για άνθρωπο που αγαπιόταν έτσι; Μέχρι τότε δεν μπορούσα να δω πολύ μακριά μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά αργότερα επρόκειτο να γίνει φανερό ότι κάποιοι από τους κινδύνους αυτής της ματιάς στην εμπειρία του χρώματος, τους οποίους είχα προαισθανθεί, είχαν να κάνουν με φόβους εναγκαλισμού, με το να γίνει κανείς ένα, κάτι που αδιάκοπα πονάει, με τους φόβους της κατάδυσης σε μια θάλασσα πόνου, όπου και οι δυο μπορούσαν να πνιγούν.
[…]
…οδηγήθηκα στο εξής: στην αναγκαιότητα ν’ αντιμετωπίσω το γεγονός μιας θαλπωρής και μιας λάμψης και μιας απόλαυσης που ξεχυνόταν από μέσα, η οποία δεν υπαγορευόταν από κάποια εξωτερική αντιγραφή, αλλά υπήρχε και αναπτυσσόταν κι άλλαζε από μόνη της ως αποτέλεσμα της συνειδητότητας μιας αναπτυσσόμενης σχέσης ανάμεσα στον εαυτό και σ’ αυτό το οποίο κοιτούσε.
Marion Milner, Όταν δεν μπορείς να ζωγραφίσεις, Εμπόδια στην Ψυχική Δημιουργικότητα,
Ελληνικά Γράμματα.