Μεταφέροντας την υποσυνείδητη πλευρά των άλλων στις σχέσεις μας
24 Σεπτεμβρίου 2020
Συναισθηματική κακοποίηση
2 Οκτωβρίου 2020

Η αγάπη δεν είναι κατά πρώτο λόγο μια σχέση με ένα συγκεκριμένο άτομο, είναι μια στάση, ένας προσανατολισμός του χαρακτήρα που καθορίζει το συσχετισμό ενός ατόμου με τον κόσμο στην ολότητά του και όχι απλώς και μόνο με ένα “αντικείμενο” της αγάπης. (Erich Fromm)

Αντίθετα από τη συμβιωτική ένωση, η ώριμη αγάπη είναι ένωση με την προϋπόθεση ότι ο καθένας διατηρεί την πληρότητα της ύπαρξής του και την ατομικότητά του.

Αυτή η δύναμη, η αγάπη, οδηγεί τον άνθρωπο να υπερβεί το αίσθημα της απομόνωσης και του διαχωρισμού του από τον κόσμο, επιτρέποντάς του όμως συνάμα να είναι ο εαυτός του και να διατηρεί την υπαρκτική του πληρότητα. Στην αγάπη προκύπτει αυτό το παράδοξο, ότι δύο υπάρξεις ενώνονται σε μία κι όμως εξακολουθούν να παραμένουν δύο.

Ο φθόνος, η ζήλια, η ματαιοδοξία και κάθε είδους απληστία είναι πάθη• η αγάπη είναι μία δράση, είναι η άσκηση της δύναμης του ανθρώπου, που μπορεί να εκδηλωθεί μόνο σε συνθήκες ελευθερίας και ποτέ ως αποτέλεσμα καταναγκασμού.

Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αποτελεί το μέσο για την επιδίωξη των σκοπών ενός άλλου ανθρώπου. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, καθώς ο καθένας τους αποτελεί από μόνος του ένα σκοπό και ποτέ ένα “μέσο” για τον άλλον.

Η αγάπη είναι μια δράση και όχι μια παθητική κατάσταση• είναι ένα “στέκομαι δίπλα σου” και όχι ένα “πέφτω στα πόδια σου”. Με τον πιο γενικό τρόπο, ο χαρακτήρας αυτής της αγάπης ως δράσης μπορεί να περιγραφεί με τη φράση όπου η αγάπη σημαίνει πρωταρχικά να δίνεις και όχι να παίρνεις.

Αλλά τι σημαίνει να δίνεις; Όσο κι αν η απάντηση σε αυτό το ερώτημα φαίνεται αρχικά απλή, στην πραγματικότητα είναι γεμάτη αμφισημίες και πολυπλοκότητες. Η πιο διαδεδομένη παρανόηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία όταν δίνεις σημαίνει “ότι παραιτείσαι” εσύ από κάτι, ότι στερείσαι κάτι, ότι το θυσιάζεις. Το άτομο, του οποίου ο χαρακτήρας δεν αναπτύχθηκε πέρα από το στάδιο του να προσανατολίζεται στο πως θα επωφεληθεί, θα εκμεταλλευτεί και θα αποθησαυρίσει και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να νιώσει το δόσιμο. Ο εμπορικός αυτός ανθρώπινος τύπος είναι πρόθυμος να δώσει, αλλά μόνο με το αντάλλαγμα ότι θα λάβει κάτι• το να δώσει χωρίς να πάρει είναι για αυτόν ισοδύναμο με εξαπάτηση. Οι άνθρωποι, των οποίων ο κύριος προσανατολισμός είναι μη δημιουργικός, νιώθουν το δόσιμο σε θυσία και το αποκαλούν αρετή. Νιώθουν ότι απλώς και μόνο επειδή το να δίνεις είναι οδυνηρό, ο άνθρωπος πρέπει να δίνει• η αρετή του να δίνεις έγκειται ακριβώς στην αποδοχή της θυσίας. Για αυτούς δηλαδή, το στερεότυπο ότι είναι προτιμότερο να  δίνεις παρά να παίρνεις σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να υποφέρεις από τη στέρηση παρά να βιώνεις χαρά.

Για τον δημιουργικό χαρακτήρα, το να δίνεις αποκτά μια εντελώς διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι η υψηλότερη έκφραση της ανθρώπινης δυνατότητας. Στην ίδια την πράξη της προσφοράς βιώνω τη δύναμή μου, τον πλούτο μου, την ικανότητά μου. Αυτή η εμπειρία της αυξημένης ζωτικότητας με γεμίζει ευδαιμονία. Αισθάνομαι τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να προσφέρει, είμαι γεμάτος ζωή και επομένως ευτυχισμένος. Το να δίνω με γεμίζει με περισσότερη χαρά από ό,τι να παίρνω όχι επειδή είναι μια πράξη με την οποία στερούμαι κάτι, αλλά επειδή μέσα στην ίδια την πράξη του δοσίματος έγκειται η εκδήλωση της ζωντάνιάς μου.

Όμως ο πιο σημαντικός τομέας της προσφοράς δεν αφορά τα υλικά πράγματα, αλλά την πολύ ιδιαίτερη επικράτεια του ανθρώπου. Τι δίνει λοιπόν ένας άνθρωπος σ’ έναν άλλο άνθρωπο; Του δίνει κάτι από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, από τη ζωή του. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο – αλλά ότι του δίνει από ό,τι πιο ζωντανό μέσα του• του δίνει από  τη χαρά του, από το ενδιαφέρον του, από την κατανόησή του, από τη γνώση του, από το χιούμορ του από τη θλίψη του – από όλες τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις του ζωντανού πυρήνα της ύπαρξής του. Και με αυτού του είδους την προσφορά από την ίδια του τη ζωή εμπλουτίζει τους άλλους, ενδυναμώνει μέσα τους την επίγνωση ότι είναι ζωντανοί, ενδυναμώνοντας έτσι και μέσα στον εαυτό του την ίδια αυτή επίγνωση. Δεν δίνει με σκοπό να πάρει• η προσφορά του είναι από μόνη της μια πηγαία χαρά. Παρ’ όλα αυτά, δίνοντας δεν μπορεί παρά να κάνει να γεννηθεί κάτι μέσα στον άλλον άνθρωπο, και αυτό το οποίο γεννιέται αντανακλάται πάλι σε αυτόν. Το να δίνεις αληθινά σημαίνει και πως δεν μπορεί παρά να λάβεις αυτό που θα σου ξαναδοθεί.

Το να δίνεις σημαίνει και το να παίρνεις. Ο δάσκαλος διδάσκεται και αυτός επίσης από τους μαθητές του, ο ηθοποιός παρακινείται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με την προϋπόθεση ότι δεν μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλον σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται μεταξύ τους αυθεντικά και δημιουργικά.

Δεν είναι καν απαραίτητο να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η ικανότητα ενός ανθρώπου να αγαπά με την έννοια της αγάπης ως μίας πράξης προσφοράς εξαρτάται από την ανάπτυξη του χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου. Προϋποθέτει να έχει κατακτήσει ένα συντριπτικό δημιουργικό προσανατολισμό• μέσα από έναν τέτοιο προσανατολισμό, το άτομο έχει υπερβεί την εξάρτηση, το αίσθημα της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας, την επιθυμία να εκμεταλλευτεί τους άλλους ή να συγκεντρώνει υλικά αγαθά, και έχει αποκτήσει πίστη στις ίδιες του τις ανθρώπινες δυνάμεις και σθένος, ώστε να στηρίζεται σε αυτές και μόνο προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του. Στο βαθμό όμως που αυτά τα προτερήματα του λείπουν, φοβάται να δώσει τον εαυτό του – και για αυτό φοβάται να αγαπήσει.

Πέρα όμως από το στοιχείο αυτό της προσφοράς, ο ενεργητικός χαρακτήρας της αγάπης γίνεται ολοφάνερος από το γεγονός ότι πάντοτε συνεπάγεται κάποια βασικά στοιχεία, κοινά σε όλες τις μορφές αγάπης. Αυτά είναι η φροντίδα, η υπευθυνότητα, ο σεβασμός και η γνώση.

Erich Fromm, Η τέχνη της αγάπης, διόπτρα