Όταν μια μητέρα λέει στην κόρη της πως θυσιάστηκε για εκείνη, οι λέξεις αυτές, αν και ίσως βγαίνουν από έναν χώρο πόνου, γίνονται βαρύ φορτίο. Η κόρη δεν ακούει μόνο την πράξη της θυσίας. Ακούει ένα μήνυμα που την καλεί να γίνει υπόχρεη, να συμμορφωθεί, να μιμηθεί, να ζήσει με το ίδιο μοντέλο σχέσεων: να δίνει, να θυσιάζεται, να εξαντλείται. Δεν μαθαίνει την αγάπη ως μοίρασμα, αλλά ως υποχώρηση, ως παραίτηση από τον εαυτό.

Η θυσία αυτή, όμως, όσο μεγαλειώδης κι αν φαίνεται, πολλές φορές δεν είναι αγνή. Κρύβει μέσα της την ελπίδα για αναγνώριση, την προσμονή της ανταπόδοσης. Και όταν αυτή η ανταπόδοση δεν έρχεται όπως την περιμέναμε, γεννιέται η απογοήτευση, η πίκρα. Η μητέρα, εγκλωβισμένη σε αυτόν τον κύκλο, συχνά γίνεται υπερπροστατευτική, απαιτητική, προσκολλημένη. Και η κόρη μαθαίνει να επαναλαμβάνει την ιστορία, να σχετίζεται με τους άλλους υποχωρώντας, χάνοντας τον δικό της εαυτό.

Κάθε φορά που την ακούει να λέει ότι «χαράμισε τον χρόνο της» για τον πατέρα της, νιώθει ένα βαθύ, αδιόρατο βάρος να την πιέζει. Είναι σαν να την παρασέρνει μια αόρατη δύναμη να τη μιμηθεί, να ζήσει κι αυτή, παλεύοντας με έναν δικό της φόβο: μήπως σπαταλήσει κι εκείνη ό,τι καλύτερο έχει να δώσει σε μια σχέση που μπορεί να μην ανταποδώσει ποτέ την αφοσίωσή του. Μπορεί να αποκτήσει την αίσθηση ότι όσα δίνουμε στους άλλους δεν γυρίζουν πάντα πίσω με τον τρόπο που ελπίζουμε. Κι όμως, αυτό το «σπατάλημα» είναι που μας κάνει ανθρώπους, που γεμίζει τις σχέσεις με πάθος, πόνο, αλλά και αλήθεια. Και τι είναι τελικά αυτή η σπατάλη;  Είναι θυσία ή επένδυση; Ή μήπως είναι μια βαθιά πράξη πίστης, μια υπενθύμιση ότι ακόμα και όταν η αγάπη δεν είναι αμοιβαία, παραμένει πραγματική;

Η αγάπη, όμως, δεν είναι θυσία. Είναι μοίρασμα. Είναι μια πράξη που γεμίζει, που ανθίζει όταν γίνεται με ελευθερία, χωρίς την ανάγκη να αποδείξουμε την αξία μας. Η δοτικότητα έχει αξία μόνο όταν ξεκινά από τη δική μας πληρότητα. Όταν δίνουμε χωρίς να περιμένουμε τίποτα πίσω, αλλά και χωρίς να εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας.

Δεν είναι εγωισμός να φροντίζουμε τον εαυτό μας. Είναι υγεία. Είναι η βάση κάθε σχέσης που θέλει να είναι υγιής. Όταν αγαπάμε τον εαυτό μας, μαθαίνουμε να βάζουμε όρια, να λέμε “όχι” όταν χρειάζεται, να επιτρέπουμε στον άλλον να μας γνωρίσει πραγματικά – όχι όπως θα ήθελε να μας δει, αλλά όπως είμαστε.

Οι σχέσεις που βασίζονται στην εξάρτηση δεν είναι σχέσεις αληθινής αγάπης. Είναι δεσμοί που μας κρατούν πίσω, που μας γεμίζουν φόβο, ανασφάλεια, αδυναμία να φανταστούμε τη ζωή χωρίς τον άλλον. Πόσες φορές δεν έχουμε δει γυναίκες να παραμένουν σε σχέσεις τοξικές, υπομένοντας κακές συμπεριφορές, υποτίμηση, έλλειψη σεβασμού; Η ανάγκη να “σωθεί” η σχέση, να διατηρηθεί το πρόσωπο της οικογένειας ή της κοινωνικής εικόνας, συχνά έχει μεγαλύτερη σημασία από την ίδια την ευημερία τους.

Αλλά δεν είναι αυτό το νόημα της ζωής. Η ζωή είναι μια συνεχής ανάπτυξη, μια εξερεύνηση του εαυτού μας και των δυνατοτήτων μας. Και για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να αφήσουμε πίσω ό,τι μας κρατά δέσμιες. Να αφήσουμε τις πεποιθήσεις που μας θέλουν να είμαστε πάντα “καλές”, πάντα “υποχωρητικές”, πάντα “γλυκές”. Πρέπει να μάθουμε να λέμε “όχι” και να διεκδικούμε το δικαίωμα να ζούμε για εμάς.

Όταν μια γυναίκα σταματά να θυσιάζεται, δεν χάνει την αγάπη. Αντίθετα, μαθαίνει να αγαπά αληθινά. Να αγαπά τον εαυτό της και τους άλλους χωρίς προσκολλήσεις, χωρίς εξαρτήσεις. Αφήνει την ελευθερία να ανθίσει και μέσα της, αλλά και στους γύρω της.

Δεν χρειάζεται να περιμένουμε από κάποιον άλλον να μας ολοκληρώσει. Η ολοκλήρωση είναι μια προσωπική πορεία, γεμάτη προκλήσεις, αλλά και στιγμές φωτός. Και όταν βρούμε αυτό το φως, μπορούμε να το μοιραστούμε με κάποιον που και εκείνος έχει βρει το δικό του.

Ο μόνος αποχωρισμός που πονά πραγματικά είναι η απομάκρυνση από τον εαυτό μας. Οι άλλοι μπορεί να έρχονται και να φεύγουν, αλλά η σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας είναι η μόνη που διαρκεί για πάντα. Και όταν αυτή η σχέση είναι υγιής, τότε και οι υπόλοιπες σχέσεις μας γεμίζουν ζωή, ελευθερία, αγάπη.

Ας δώσουμε προτεραιότητα στον εαυτό μας. Όχι από εγωισμό, αλλά από σεβασμό. Και τότε, θα μπορέσουμε να σχετιστούμε με τους άλλους χωρίς φόβο, χωρίς προσδοκίες, με ειλικρίνεια και αλήθεια. Γιατί μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία βρίσκουμε την πραγματική μας αξία και γινόμαστε ο εαυτός μας – ο πιο αυθεντικός, ο πιο ελεύθερος, ο πιο γεμάτος φως. Μόνο τότε μπορούμε να συνδεθούμε πραγματικά αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τα δικά μας λάθη και διορθώνοντας απο κοινού ό,τι κάνει τη σχέση να είναι στέρεα και υγιή.

Μια γυναίκα, για να αναπτυχθεί και να ανθίσει, καλείται να κάνει ένα ταξίδι εσωτερικό, ένα ταξίδι όπου θα χρειαστεί να αφήσει πίσω της τους δεσμούς της εξάρτησης και τις αλυσίδες των προσκολλήσεων. Το ταξίδι αυτό δεν είναι εύκολο· κάθε βήμα της την φέρνει αντιμέτωπη με τα βαθιά ριζωμένα πρότυπα που της υπαγόρευσαν πώς «πρέπει» να είναι. Της έμαθαν ότι η φροντίδα για τους άλλους είναι προτεραιότητα, ότι η δική της ανάπτυξη μπορεί να περιμένει, ότι η ζωή της είναι πλήρης μόνο όταν αφιερώνεται στους γύρω της. Όμως, η αλήθεια είναι διαφορετική: η αυτοθυσία χωρίς όρια δεν τρέφει την ψυχή, αλλά την εξαντλεί.

Ο ρόλος της υπερπροστατευτικής μητέρας ή της γυναίκας που συνεχώς αγρυπνεί για τους άλλους είναι σαν μια γλυκιά φυλακή. Προσφέρει ασφάλεια, αλλά αυτή η ασφάλεια συχνά συνοδεύεται από έλλειψη ελευθερίας. Μια μητέρα που φοβάται να αφήσει το παιδί της να κάνει τα δικά του βήματα, κρατά και τον εαυτό της δέσμιο. Η ζωή της γίνεται μια ατελείωτη ανακύκλωση φόβων και περιορισμών. Όμως, όταν επιτρέπει στην κόρη της να πάρει τον δικό της δρόμο, απελευθερώνεται και η ίδια. Η απελευθέρωση αυτή δεν είναι μόνο για τη μία πλευρά· είναι για όλες τις γυναίκες, για όλες τις σχέσεις που στηρίζονται σε προσκολλήσεις και φόβους.

Η υπερπροστασία είναι γεμάτη φράσεις που πονάνε. «Δεν ξέρεις εσύ, θα σου πω εγώ». «Η επιτυχία θα φέρει κάποιο κακό». «Μην είσαι εγωίστρια, πρώτα οι άλλοι». Πόσες τέτοιες πεποιθήσεις κρατούν μια γυναίκα δέσμια της αμφιβολίας; Της μαθαίνουν να μη βάζει όρια, να μην εκφράζει την αλήθεια της, να σιωπά όταν θέλει να μιλήσει. Όμως, κάθε τέτοιος συμβιβασμός είναι και ένας μικρός θάνατος. Και πόσους θανάτους μπορεί να αντέξει μια γυναίκα, μέχρι να νιώσει την ανάγκη να ξαναγεννηθεί;

Η πραγματική απελευθέρωση ξεκινά όταν η γυναίκα κάνει την πιο βαθιά αναμέτρηση: να αφήσει πίσω της εκείνο που δεν είναι δικό της. Να αποχωριστεί όσα την κρατούν μακριά από την αυθεντικότητά της. Αυτή η διαδικασία πονά, γιατί κάθε αποχωρισμός φέρνει ένα αίσθημα απώλειας. Όμως, το μεγαλύτερο κόστος είναι να απομακρυνθεί από τον ίδιο της τον εαυτό. Από τους άλλους, ναι, μπορούμε να επιβιώσουμε· από τον εαυτό μας, όχι.

Η απελευθέρωση δεν είναι μια απόφαση της στιγμής· είναι μια πορεία γεμάτη δυσκολίες αλλά και αλήθεια. Είναι η στιγμή που μια γυναίκα σταματά να δίνει αξία στις προσδοκίες των άλλων και αρχίζει να ακουμπά με αγάπη τον δικό της πυρήνα. Είναι η στιγμή που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Είναι αρκετή, όπως είναι. Αφήνοντας πίσω τις προσκολλήσεις, αρχίζει να συνδέεται αληθινά με τον κόσμο γύρω της· όχι πια μέσα από φόβο ή ανάγκη, αλλά μέσα από αγάπη, κατανόηση και ελευθερία.

Η ελευθερία αυτή είναι γεμάτη απαιτήσεις, αλλά και γεμάτη δώρα. Της επιτρέπει να είναι στοργική με τον εαυτό της, να φροντίζει τις ανάγκες της, χωρίς να παραμερίζει τη φωνή της. Να βάζει όρια που προστατεύουν την ευαλωτότητά της. Να είναι ανοιχτή στην αγάπη, χωρίς να φοβάται ότι θα χαθεί μέσα της.

Για να φτάσει σε αυτήν την κατάσταση, η γυναίκα χρειάζεται να καλλιεργήσει την αυτογνωσία και την ενσυναίσθηση. Να αφουγκραστεί τις πραγματικές της ανάγκες και να απορρίψει τις φωνές που της λένε πως δεν είναι αρκετή. Όταν το κάνει, η ζωή της γεμίζει με σχέσεις που την θρέφουν συναισθηματικά. Σχέσεις που βασίζονται στην ειλικρίνεια, την αμοιβαία ανάπτυξη, την αυθεντική υποστήριξη.

Η σύνδεση με τον εαυτό είναι το θεμέλιο της ελευθερίας. Είναι η δύναμη που μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο με θάρρος, να χτίζουμε σχέσεις που μας εμπνέουν και να ζούμε τη ζωή μας όπως πραγματικά αξίζουμε.

Αγγελική Μπολουδάκη