Φαντάσου τον εαυτό σου σαν ένα μικρό παιδί. Ένα παιδί που έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο, γεμάτο απορίες, φόβους και λαχτάρα να αγαπηθεί και να αποδεχτεί. Εκείνη την εποχή, μέσα από τις εμπειρίες, τις λέξεις και τις σιωπές των γύρω του, άρχισε να σχηματίζει πεποιθήσεις για τον εαυτό του και τον κόσμο. Κάποιες από αυτές έγιναν το έδαφος πάνω στο οποίο μεγάλωσε. Άλλες, όμως, έμοιαζαν με βάρη που δεν ήξερε πώς να αποτινάξει.
Αυτές οι πεποιθήσεις έγιναν η φωνή που ψιθυρίζει μέσα μας ακόμα και σήμερα. Όταν τότε πίστεψες ότι «δεν είσαι αρκετός» ή «ό,τι κι αν κάνεις δεν αρκεί», ο μικρός σου εαυτός το αποδέχτηκε σαν αλήθεια. Κι αυτή η πεποίθηση, σαν μια αυταπάτη που επιμένει, σε έπεισε να ζεις με έναν τρόπο που την επαληθεύει. Έγινε ένα φίλτρο μέσα από το οποίο έβλεπες τον κόσμο, τον εαυτό σου, τους άλλους.
Κι όμως, αυτές οι πεποιθήσεις δεν είναι η αλήθεια. Είναι μια ιστορία που κάποτε έπλασε το παιδί μέσα σου, προσπαθώντας να εξηγήσει έναν κόσμο που του φαινόταν συχνά άδικος ή ανεξήγητος. Αυτή η ιστορία χρειάζεται τώρα να ξαναγραφτεί, όχι με ψέματα ή υπεκφυγές, αλλά με ειλικρίνεια και αγάπη.
Πώς ξεκινάει αυτή η αλλαγή;
Ξεκινάει με την αποδοχή. Να γυρίσεις πίσω σε εκείνο το παιδί, να το κοιτάξεις στα μάτια και να του πεις: «Σε βλέπω. Σε ακούω. Καταλαβαίνω γιατί πίστεψες όσα πίστεψες. Δεν ήταν λάθος σου. Έκανες ό,τι μπορούσες με ό,τι είχες.» Και μετά, του μαθαίνεις κάτι νέο: «Είσαι αρκετός. Άξιζες πάντα. Όχι γιατί σου το επιβεβαίωσε κάποιος άλλος, αλλά γιατί απλά είσαι.»
Η αλλαγή δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Η παλιά πεποίθηση έχει ριζώσει βαθιά και θα προσπαθήσει να κρατηθεί ζωντανή. Θα σε κάνει να πιστέψεις ξανά ότι δεν μπορείς. Θα σε γεμίσει θυμό, λύπη ή ενοχή. Αλλά εσύ, αυτή τη φορά, μπορείς να τη δεις για αυτό που είναι: μια παλιά ιστορία που δεν σου ανήκει πια.
Αντί να ζητάς από τους άλλους να σε αποδείξουν, να σε επιβεβαιώσουν, αρχίζεις να συνδέεσαι μαζί τους από ένα νέο σημείο. Δεν περιμένεις να γεμίσουν το κενό σου. Αντίθετα, τους βλέπεις σαν συνταξιδιώτες, σαν καθρέφτες, σαν πηγές έμπνευσης. Και μέσα από αυτή τη σύνδεση, αρχίζεις να νιώθεις κάτι που ίσως σου έλειπε: τη χαρά. Τη χαρά της αληθινής επικοινωνίας, χωρίς μάχες, χωρίς άμυνες, χωρίς προσδοκίες που πρέπει να εκπληρωθούν.
Κάθε φορά που αναγνωρίζεις μια παλιά πεποίθηση να αναδύεται, σταματάς. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα. Και αντί να αφήσεις εκείνη τη φωνή να σε κατευθύνει, γυρνάς μέσα σου και λες: «Σε ευχαριστώ που ήσουν εδώ για να με προστατεύσεις τότε. Αλλά τώρα μπορώ να προχωρήσω μόνος μου.»
Είναι μια διαδικασία γεμάτη ευαισθησία, αλλά και εσωτερική δύναμη. Γιατί κάθε φορά που επιλέγεις να αγκαλιάσεις το παιδί μέσα σου και να αφήσεις πίσω ό,τι δεν σου ανήκει πια, προχωράς ένα βήμα πιο κοντά στον εαυτό σου. Στον αληθινό εαυτό σου. Στον εαυτό που αξίζει να ακουστεί, να αγαπηθεί, να συνδεθεί.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, αυτή τη διαδρομή με τρυφερότητα και κατανόηση. Γιατί το παιδί μέσα μας δεν θέλει τίποτα περισσότερο από το να το ακούσουμε, να το πιστέψουμε και να του πούμε: «Είσαι υπέροχο, και μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε.»