Πόσες φορές δεν έχουμε νιώσει ότι οι ανάγκες μας παραμένουν αόρατες; – Ότι η φωνή μας δεν ακούγεται, ότι η αξία μας μοιάζει ανύπαρκτη στα μάτια κάποιου άλλου.
“Δεν σεβάστηκες τις ανάγκες μου.” Και κάπου εκεί, ο πόνος κάνει χώρο για μια σκέψη που ριζώνει βαθιά: “Δεν αξίζω να σέβονται τις ανάγκες μου.” Αυτή η σκέψη όμως, δεν σταματά εκεί. Επεκτείνεται. Γίνεται ο τρόπος που βλέπουμε εμάς τους ίδιους και τους άλλους. Γίνεται η πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά: “Δεν σέβομαι τις ανάγκες των άλλων.”
Μια φράση. Μια εμπειρία. Μια καταγραφή, που αγκιστρώνεται μέσα μας, διαμορφώνει τη σκέψη μας, τα συναισθήματά μας και τελικά την αξία που αποδίδουμε στον εαυτό μας. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Ένα παιδί προσκολλάται στις σκέψεις του: “Δεν σέβεσαι τις ανάγκες μου.” “Δεν με εκτιμάς.” “Δεν βάζεις όρια στις ανώριμες συμπεριφορές μου.” Δεν το κάνει συνειδητά – το κάνει γιατί πιστεύει ότι έτσι θα βρει δικαιοσύνη. Νομίζει πως ο άλλος μπορούσε να είχε φερθεί διαφορετικά. Ίσως αν ήμουν πιο “αρκετός”, να το έκανε, σκέφτεται. Και εκεί καθηλώνεται. Στον θυμό, στη λύπη, στην απογοήτευση. Στη βαθιά αίσθηση της ανεπάρκειας. Γιατί δεν έγινε αλλιώς; Γιατί δεν μπόρεσε να με δει; Γιατί δεν μπόρεσε να με σεβαστεί;
Κι έτσι, το παρελθόν γίνεται παρόν. Βλέπουμε τη ζωή μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, που παλεύει με την ίδια αίσθηση απόρριψης, την ίδια ανάγκη αποδοχής. Όμως, αυτό που δεν αντιλαμβάνεται το εσωτερικό μας παιδί είναι ότι η συμπεριφορά των άλλων δεν αντικατοπτρίζει τη δική μας αξία. Δεν είναι γιατί εμείς δεν ήμασταν άξιοι. Είναι γιατί εκείνοι δεν ήξεραν άλλον τρόπο.
Ο μόνος τρόπος που έμαθαν, αυτός έγινε ο τρόπος που μας φέρθηκαν.
Η ανωριμότητα, η έλλειψη σεβασμού, η ανικανότητα να μας δώσουν ό,τι χρειαζόμασταν, δεν προέρχονταν από τη δική μας ανεπάρκεια. Ήταν η ανεπάρκεια εκείνων. Αλλά το εσωτερικό παιδί μέσα μας δυσκολεύεται να το κατανοήσει. Δυσκολεύεται να δει ότι η αξία μας παραμένει ακέραιη. Ότι ο σεβασμός και η εκτίμηση που δικαιούμαστε δεν καθορίζονται από τη στάση κάποιου που δεν μπορούσε να μας τα προσφέρει.
Το ώριμο κομμάτι μας όμως μπορεί.
Το ώριμο κομμάτι μας έχει τη δυνατότητα να σταθεί απέναντι στις πληγές μας με κατανόηση. Να πει στο παιδί μέσα μας: “Αξίζεις. Αξίζεις τον σεβασμό. Αξίζεις την εκτίμηση. Αξίζεις τα όρια που προστατεύουν τις σχέσεις σου. Αξίζεις να ζήσεις ελεύθερος από τις αδυναμίες των άλλων.”
Όταν ξεφεύγουμε από την πεποίθηση ότι ο άλλος “έπρεπε” να είχε φερθεί αλλιώς, ανοίγεται ένας νέος δρόμος μπροστά μας. Δεν σημαίνει ότι αγνοούμε τον θυμό, την πικρία, ή τη θλίψη μας. Αντίθετα, τους δίνουμε χώρο. Τα αγκαλιάζουμε με ευγένεια και αγάπη. Τα κοιτάζουμε κατάματα.
Αλλά δεν μένουμε εκεί. Δεν στεκόμαστε στο “αν είχε φερθεί διαφορετικά…” ή στο “αν ήμουν διαφορετικός…”. Γιατί εκεί δεν υπάρχει ανάπτυξη. Εκεί υπάρχει στασιμότητα. Και εμείς θέλουμε να προχωρήσουμε.
Όταν συνειδητοποιείς ότι αξίζεις να σε σέβονται, καταλαβαίνεις και κάτι βαθύτερο: Όποιος δεν το κάνει, δεν είναι γιατί εσύ δεν είσαι αρκετός. Είναι γιατί εκείνος δεν ξέρει πώς να το κάνει. Και αυτό αλλάζει τα πάντα.
Καθώς αποδέχεσαι αυτήν την αλήθεια, αρχίζεις να βλέπεις τη ζωή διαφορετικά. Απομακρύνεσαι από την επιμονή να λάβεις από ανθρώπους που δεν μπορούν να δώσουν. Ανοίγεσαι σε εκείνους που έχουν την ικανότητα να συνδεθούν, να σε δουν, να σε εκτιμήσουν, να σε σεβαστούν πραγματικά. Δημιουργείς σχέσεις που στηρίζονται στην αυθεντικότητα και στη βαθιά αίσθηση αξίας.
Αλλάζει η οπτική μας για την πραγματικότητα; Αλλάζει. Αλλάζει ο τρόπος που σκεφτόμαστε για εμάς; Αλλάζει. Αρκεί να το θέλουμε βαθιά.
Αυτό το “γαϊτανάκι” σκέψεων και συναισθημάτων που μπλέχτηκε στο μυαλό μας μπορεί να ξεπλεχτεί. Όχι με βιασύνη, αλλά με τρυφερότητα. Όχι με απόρριψη, αλλά με αποδοχή. Και τότε, βλέπουμε την πραγματικότητα όπως είναι. Καθαρή, φωτεινή. Τη βλέπουμε με τα μάτια της ωριμότητας, με τα μάτια της συμπόνιας – για εμάς και για τους άλλους.
Και από αυτή τη θέση, επιλέγουμε. Επιλέγουμε να ζήσουμε με πληρότητα, με σεβασμό, με εκτίμηση. Επιλέγουμε σχέσεις που μας στηρίζουν και μας εμπνέουν. Επιλέγουμε να δώσουμε νόημα στη σύνδεση, όχι επιμένοντας σε μάταιες προσδοκίες, αλλά επενδύοντας εκεί που υπάρχει η δυνατότητα αληθινής επαφής.
Και τότε, το εσωτερικό μας παιδί βρίσκει γαλήνη. Γιατί μαθαίνει, επιτέλους, ότι ήταν πάντα άξιο. Άξιο σεβασμού. Άξιο αγάπης. Άξιο σύνδεσης. Και αυτό, κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει.