Χρόνια πολλά στους πατεράδες
17 Ιουνίου 2024Εκτίμηση και ενσυναίσθηση
31 Ιουλίου 2024
Η διαφορά μεταξύ δοτικότητας και σύνδεσης είναι βαθιά και πολυδιάστατη, αγγίζει όχι μόνο το πώς δίνουμε, αλλά και το πώς συνυπάρχουμε. Η δοτικότητα, αυτή η επιθυμία να προσφέρουμε στους άλλους, εμπεριέχει στο βάθος της την ανάγκη να αισθανόμαστε χρήσιμοι, να νιώθουμε ότι κάνουμε το καλό. Κι όμως, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, η δοτικότητα μπορεί να λειτουργήσει μονομερώς. Όταν απλώς δίνουμε, χωρίς να εμβαθύνουμε στον ψυχισμό του άλλου, χωρίς να αναγνωρίζουμε τις αληθινές του ανάγκες, το καλό που προσφέρουμε μοιάζει κάποιες φορές επιφανειακό, ακουμπά αλλά δεν αλλάζει τον άλλον, δεν του επιτρέπει να ωριμάσει, να έρθει πιο κοντά στον εαυτό του.
Η σύνδεση, από την άλλη, είναι πολύ περισσότερο από το «να δίνουμε». Είναι η προσπάθεια να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου, να τον αφουγκραστούμε βαθιά και να τον κατανοήσουμε σε όλο του το εύρος, ακόμη κι όταν διαφέρει από εμάς. Όταν συνδεόμαστε πραγματικά, δεν μοιραζόμαστε μόνο το «τι» δίνουμε αλλά και το «πώς» και το «γιατί». Ο άλλος δεν νιώθει μόνο την προσφορά μας, αλλά και την αποδοχή μας, την αποδοχή αυτού που είναι, με τις αδυναμίες και τις ασάφειές του. Κι όταν υπάρχει αποδοχή, τότε ανοίγει ο δρόμος για την ασφάλεια και τη βαθύτερη επικοινωνία.
Η σύνδεση εμπεριέχει τη δέσμευση να ακούσουμε τον άλλον, να αγκαλιάσουμε ακόμη και τις ευάλωτες πλευρές του. Αυτές που τον κρατούν παγιδευμένο σε συμπεριφορές και μοτίβα που ίσως δεν τον εκφράζουν πραγματικά, αλλά τα οποία συνήθως δεν τολμά να αναγνωρίσει μόνος του. Μέσα από τη σύνδεση, δίνουμε τη δυνατότητα στον άλλον να μας ακούσει με ειλικρίνεια και κατανόηση, και ταυτόχρονα να εξερευνήσουμε κι εμείς την ικανότητά μας να δεχτούμε πραγματικά την διαφορετικότητά του.
Σε κάθε αυθεντική σύνδεση, συντελείται μια αμοιβαία προσέγγιση που φέρνει σε επαφή δύο κόσμους. Όταν αφεθούμε στην πραγματική σύνδεση, μαθαίνουμε να υπάρχουμε όχι μόνο δίπλα στον άλλον, αλλά μαζί του. Μαθαίνουμε να τον συναντούμε εκεί που βρίσκεται συναισθηματικά, με τις ανάγκες του, με τις δικές του πληγές και αδυναμίες, κι αυτό μας επιτρέπει να αγγίξουμε εκείνες τις αθέατες πλευρές του εαυτού μας που ίσως φοβόμαστε ή δεν κατανοούμε πλήρως.
Όμως, αυτή η μορφή σύνδεσης απαιτεί μια προϋπόθεση: να έχουμε γνωρίσει και να έχουμε αγκαλιάσει πρώτα το δικό μας βάθος, το δικό μας εσωτερικό κόσμο. Πρέπει να έχουμε συμφιλιωθεί με τον εαυτό μας, με τις ατέλειες και τις αντιφάσεις μας, γιατί μόνο τότε μπορούμε να αποδεχτούμε την αλήθεια και την αυθεντικότητα του άλλου. Η αυτογνωσία μάς προφυλάσσει από το να χαθούμε στη συνύπαρξη, χωρίς να εγκαταλείπουμε τις δικές μας ανάγκες. Αντίθετα, η ειλικρινής σύνδεση, αυτή που μας φέρνει πληρότητα και ακεραιότητα, γίνεται ένα μονοπάτι προς την ελευθερία. Δε χάνουμε τον εαυτό μας μέσα στον άλλον, αλλά τον συναντάμε ξανά και ξανά σε κάθε αληθινή επαφή.
Όταν προσφέρουμε, καθοδηγούμενοι από την επιθυμία να είμαστε χρήσιμοι στους άλλους, συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε αν το άτομο που έχουμε απέναντί μας είναι ανοιχτό να δεχτεί και να ωριμάσει μέσα από αυτή την επαφή. Η ουσιαστική σύνδεση, όμως, είναι κάτι βαθύτερο: είναι η συνάντηση δύο ψυχών που εκτιμούν και νιώθουν ευγνωμοσύνη για την πληρότητα της κοινής εμπειρίας. Μέσα από αυτή τη συνδημιουργία, γεννιέται κάτι μεγαλύτερο, μια αληθινή πληρότητα που τροφοδοτεί με ωριμότητα και τους δύο.
Η δοτικότητα είναι ένα όμορφο μονοπάτι προσφοράς και αγάπης, αλλά η σύνδεση είναι το ταξίδι που μας οδηγεί στην ένωση, εκεί που η προσφορά δεν είναι απλώς πράξη, αλλά μέσο κατανόησης και βαθύτερης επαφής με τον άλλον. Εκεί βρίσκεται η μαγεία της ανθρώπινης σχέσης, που φέρνει δύο ψυχές πιο κοντά, χωρίς να σβήνει τη μοναδικότητά τους, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνει. Στη σύνδεση, συναντάμε ολόκληρο τον εαυτό μας και ολόκληρο τον άλλον, σε μια σχέση που μας εμπλουτίζει και μας ολοκληρώνει.
Αγγελική Μπολουδάκη