Είχα την τύχη να αγαπηθώ πολύ από δύο καλοσυνάτους ανθρώπους. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα από εκείνους ήταν οι προβλέψιμες συμπεριφορές τους, που μου δημιουργούσαν μεγάλη αίσθηση ασφάλειας. Είχα όμως ένα παράπονο: δεν έκαναν υπερβάσεις. Εκτιμούσαν τόσο πολύ τη σταθερότητα, που οποιαδήποτε αλλαγή τους προκαλούσε άγχος και αγωνία. Εκτιμούσαν κάθε πράξη καλοσύνης που έκανα, αλλά δεν έβλεπαν τα άλλα μου χαρακτηριστικά. Θύμωνα πολύ γι’ αυτό, αλλά αργότερα κατάλαβα πως δεν τα έβλεπαν ούτε στον εαυτό τους.
Έμαθα να τους αποδέχομαι, αλλά ως παιδί κουβαλούσα ένα βάρος: να προσαρμοστώ σε ό,τι έβλεπαν σε εμένα, να τους μοιάσω, να μη τους στενοχωρώ. Πολλά κομμάτια μου διψούσαν να αποκαλυφθούν και να αναγνωριστούν για να μπορέσουν να υπάρξουν, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό. Μοιάζαμε, αλλά ήμουν και αρκετά διαφορετικός. Κουβαλούσα αυτή τη διαφορετικότητα με ενοχή.
Από παιδί έβαζα στόχους και αγωνιζόμουν να τους πετύχω, όμως πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου τον φόβο: πώς θα ένιωθαν εκείνοι αν πετύχαινα κάτι που δεν κατάφεραν οι ίδιοι; Διάβασα κάποτε πως το τραύμα που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά θεραπεύεται όταν κάποιος νιώσει όλα του τα συναισθήματα.
Αισθάνομαι ενοχή όταν επιτρέπω στον εαυτό μου να νιώσει θυμό. Αγαπήθηκα πολύ από δύο ανθρώπους που δεν είχαν όνειρα ή στόχους, αλλά ήταν καλά με τις επιλογές τους. Εγώ, όμως, δεν ήμουν καλά όταν συμβιβαζόμουν με αυτές τις επιλογές. Δυσκολεύτηκα να αποδεχτώ τον εαυτό μου. Δυσκολεύτηκα να μην μεταφέρω τον θυμό μου στα παιδιά μου ή στη σύζυγό μου. Κάθε φορά που προσπαθούσα να κάνω υπερβάσεις, ένιωθα συγκρούσεις που δεν μπορούσα να διαχειριστώ. Ακόμη περισσότερο, δυσκολεύτηκα να μην κανακεύω τους άλλους, κάθε φορά που προχωρούσα στη ζωή μου, φοβούμενος ότι αν εξελιχθώ, κάτι κακό θα συμβεί σε εκείνους.
Κάθε φορά που προσπαθούσα να πετύχω τους στόχους μου, απομακρυνόμουν από αυτούς για να ασχοληθώ με τον φόβο και τα συναισθήματα των άλλων. Χρειάστηκα πολλά χρόνια για να μάθω να αναγνωρίζω την ενοχή όταν τη νιώθω, τον φόβο όταν λειτουργώ αυτόνομα, και τη δυσφορία όταν προσπαθώ να είμαι αυθεντικός. Προσπαθώ πια να τα θεωρώ φυσιολογικά, χωρίς να κρίνω τον εαυτό μου γι’ αυτά. Όταν επιδιώκω ό,τι με ενδιαφέρει, νιώθω πιο συνδεδεμένος με τον εαυτό μου και με τους αγαπημένους μου. Μιλώ χωρίς θυμό, επιχειρηματολογώ και δημιουργώ αίσθημα ασφάλειας, γιατί όταν κάνω αυτό που θέλω, νιώθω πιο ζεστά απέναντί τους.
Είναι επώδυνο να αφήνω τα χαρακτηριστικά μου να αναδυθούν, χωρίς να έχουν αναγνωριστεί από εκείνους. Είναι δύσκολο να αντιμετωπίζω την ενοχή για τις υπερβάσεις μου, τον φόβο ότι δεν είμαι επαρκής, και τη λύπη που πετυχαίνω πράγματα που εκείνοι δεν πέτυχαν. Ήταν εξίσου επώδυνο και για εκείνους να μην μπορέσουν να ξεδιπλώσουν τα όνειρά τους. Αν και βαθιά μέσα τους ήθελαν να πραγματοποιήσω τους στόχους μου, ένιωθαν ταυτόχρονα φόβο και αγωνία, γιατί ο εαυτός τους, υποσυνείδητα, πενθούσε την ελευθερία που δεν έζησαν.
Οι αφηγήσεις δεν είναι πραγματικές, γράφω τη θεωρία σαν αφήγηση.