Το παιδί μου διαλέγει τετράδιο εκθέσεων
Βρισκόμαστε στην αρχή της σχολικής χρονιάς, η κόρη μου πηγαίνει στην Τετάρτη δημοτικού. Μια μέρα μου λέει ότι πρέπει να πάρει τετράδιο εκθέσεων, το γνωστό τετράδιο με το μεγάλο περιθώριο στο πλάι. Πηγαίνουμε στο μεγαλύτερο χαρτοπωλείο της πόλης για να διαλέξουμε ένα ωραίο τετράδιο. Ανακαλύπτουμε το ειδικό ράφι για τετράδια εκθέσεων, υπάρχει μεγάλη ποικιλία και η κόρη μου πέφτει με τα μούτρα για να διαλέξει αυτό που θα της αρέσει περισσότερο. Έχει γονατίσει στο πάτωμα και είναι αφοσιωμένη στο έργο της. Εγώ είμαι όρθιος πίσω της και την παρατηρώ ευχαριστημένος. Υπάρχουν πολλά ωραία τετράδια και η επιλογή είναι δύσκολη. Σκέφτομαι ότι στα χρόνια μου δεν είχαμε τόσες επιλογές, αλλά θυμάμαι τη χαρά που ένιωθα όταν αγόραζα ένα καινούργιο τετράδιο και συμμερίζομαι τη δική της έξαψη. Μετά από αρκετή ώρα σηκώνεται με ένα τετράδιο και μου λέει αποφασισμένη: «Αυτό θα πάρω!». Βλέπω έκπληκτος ότι το τετράδιο δεν είναι από τα ωραιότερα, απορώ τι διάλεγε τόση ώρα, τη ρωτάω λοιπόν γιατί αυτό κι όχι κάποιο άλλο. Μου απαντάει: «Αυτό θέλω γιατί δεν είναι πολύ μεγάλη η σελίδα του, οπότε θα μπορώ ποιο εύκολα να γράφω μια σελίδα και λίγο από πίσω, αλλά δεν είναι και πολύ μικρό για να νομίσει ο δάσκαλος ότι δεν είναι μια κανονική σελίδα!».
Νιώθω προδομένος. Έχουμε κατέβει στο κέντρο της πόλης για να διαλέξουμε το καλύτερο τετράδιο και η κόρη μου είχε στον νου της πώς να λουφάρει καλύτερα με τις εκθέσεις. Κι όχι μόνο αυτό, έχει το θράσος να μου το λέει κιόλας! Εγώ… αχ εγώ… Στην ηλικία της, ναι, φυσικά, στην ηλικία της, έγραφα τουλάχιστον πέντε σελίδες έκθεση, όλοι απορούσαν πως προλάβαινα να γράφω τόσο πολύ. Είναι δικό μου παιδί αυτό;
Είμαι έτοιμος να της τα πω όλα αυτά, να της δώσω ένα μάθημα φιλότιμου και φιλομάθειας, να της μιλήσω για τις αξίες που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση και τη γνώση και λοιπά και λοιπά. Ήδη την κατακεραυνώνω με το βλέμμα μου από ψηλά, όπως στέκεται μπροστά μου με σκυμμένο το κεφάλι…
Με σκυμμένο το κεφάλι… Μπορεί ήδη το κοριτσάκι να έχει μετανιώσει για την απερισκεψία του να μιλήσει με ειλικρίνεια, να εμπιστευτεί τον πατέρα του. Προσπαθώ να φανταστώ αυτή τη σκηνή από τη θέση του παιδιού. Απέναντί μου ο τεράστιος πατέρας μου. Ξεκινήσαμε από το σπίτι χαρούμενοι, ήταν όλα τόσο ωραία και τώρα δεν είναι πια το ίδιο. Είχα πιστέψει ότι είναι φίλος μου, ότι δεν χρειάζεται να πολυσκέφτομαι αυτά που θέλω να του λέω γιατί αυτός με καταλαβαίνει. Αλλά μάλλον έκανα λάθος. Τώρα η έκφρασή του άλλαξε. Έκανα κάτι, είπα κάτι που τον θύμωσε και τον απογοήτευσε. Εκείνος θα νομίζει ότι δεν είμαι καλό παιδί, ότι δεν αξίζει να μ’ αγαπάει.
Αυτήν την τόσο κρίσιμη, τόσο σημαντική στιγμή για τη σχέση τους, την ανατροφή, το μέλλον της κόρης του, θα μπορέσει να ακούσει ο πατέρας την πιο σοφή εσωτερική του φωνή; Θα μπορέσει η αγάπη του και το αυθεντικό ενδιαφέρον για την κόρη του να νικήσουν τον πανικό του, ότι αυτό το παιδί, το δικό του παιδί, αρχίζει να δοκιμάζει να μην είναι η δική του προέκταση;
Δεν θα ασχοληθώ με το τι πρέπει να πει ο πατέρας στο παιδί του. Με ενδιαφέρει αυτό που μπορεί να σκεφτεί, αυτό που μπορεί να πει στον εαυτό του. Σ’ αυτόν τον εαυτό που δεν αντέχει πολλά, που φοβάται τόσο εύκολα, που είναι περιχαρακωμένος από στερεότυπα, που κουβαλάει και συντηρεί την προσωπική του μυθολογία… Αυτός ο εαυτός ήδη ουρλιάζει μέσα του οργισμένος και τρομαγμένος, απαιτώντας εδώ και τώρα «να βάλει το παιδί στη θέση του, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εδώ και τώρα, μια και καλή».
Κώστας Κοτζαμάνης, Μεγαλώνοντας (με) το παιδί μου, Πατάκη