Ένα παιδί χρειάζεται όρια
14 Δεκεμβρίου 2018Η βελανιδιά που λύγιζε στον άνεμο
15 Δεκεμβρίου 2018
Το Μονοπάτι της Αλήθειας
Όταν ξύπνησε ο ιππότης, βρήκε τον Μέρλιν καθισμένο ήσυχα ήσυχα στο πλάι του. «Λυπαμαι που φέρθηκα τόσο ανιπποτικά» ειπε στον μάγο, για να προσθέσει, αηδιασμένος. «Τα γένια μου είναι μούσκεμα…»
«Μη ζητάς συγγνώμη» είπε ο Μέρλιν. «Μόλις έκανες το πρώτο βήμα για να βγεις από την πανοπλία σου.»
«Τι εννοείς;»
«Θα δεις» απάντησε ο μάγος και σηκώθηκε. «Ωρα να φεύγεις.»
Που να πάει όμως…
[…]
Ο Μέρλιν υπενθύμισε στον ιππότη τον καινούργιο σκοπό της ζωής του: να ξεφορτωθεί την πανοπλία του.
«Ποιο το όφελος;» ρώτησε ο ιππότης, δύσθυμος. «Είτε την ξεφορτωθώ είτε όχι, πολύ που τους νοιάζει, την Τζούλιετ και τον Κρίστοφερ…»
«Κάν’ το για σένα» πρότεινε ο Μέρλιν. «Αρκετά προβλήματα σου έχει δημιουργήσει όλο αυτό το ατσάλι μέσα στο οποίο κλείστηκες, κι όσο περνάει ο καιρός, όλο και θα χειροτερεύουν τα πράγματα. […} «Δεν μπορείς να συνεχίσεις να σκέφτεσαι όπως παλιά», είπε ο Μέρλιν. «Αυτό είναι που σε έκλεισε σε τούτη την ατσαλένια φυλακή.»
«Μα πως θα τ’ αλλάξω όλα αυτά;» ρώτησε ο ιππότης, που είχαν αρχίσει να τον ζώνουν τα φίδια.
«Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο φαίνεται» εξήγησε ο Μέρλιν στον ιππότη, καθώς τον οδηγούσε σε ένα μονοπάτι. «Αυτό είναι το μονοπάτι που πήρες για να ‘ρθεις ως εδώ.»
«Κανένα μονοπάτι δεν πήρα είπε ο ιππότης «Είχα χαθεί για μήνες!»
«Συνήθως οι άνθρωποι δεν ξέρουν ποιο μονοπάτι είναι αυτό που έχουν πάρει» είπε ο Μέρλιν.
«Εννοείς ότι το μονοπάτι ήταν εδώ, αλλά δεν μπορούσα να το δω;»
«Ναι, και μπορείς να γυρίσεις όπως ήρθες, αλλά αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ατιμία, την απληστία, το μίσος, τη ζήλια, το φόβο και την άγνοια.»
«Θες να πεις πως εγώ είμαι όλα αυτά τα πράγματα;» ρώτησε ο ιππότης με αγανάκτηση.
«Κατά καιρούς, ναι: είσαι κάποια από αυτά τα πράγματα» παραδέχτηκε ατάραχα ο Μέρλιν.
Κατόπιν ο Μέρλιν του έδειξε ένα άλλο μονοπάτι: ήταν πιο στενό απ’ το πρώτο και πολύ πιο δύσβατο.
«Αντε να το ανέβεις αυτό…» παρατήρησε ο ιππότης
Ο Μέρλιν συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. «Αυτό» είπε, «είναι το Μονοπάτι της Αλήθειας. Γίνεται όλο και πιο απόκρημνο όσο πλησιάζει στην κορυφή ενός βουνού που είναι πέρα εκεί μακριά.
Ο ιππότης κοίταξε το ανηφορικό μονοπάτι, μα διόλου ενθουσιασμένος δεν έδειχνε. «Δεν είμαι σίγουρος αν αξίζει τον κόπο. Τι θα κερδίσω φτάνοντας στην κορυφή;»
«Γιατί δεν ρωτάς καλύτερα τι θα χάσεις; Είπε ο Μέρλιν. «Την πανοπλία σου!»
[…]
«Εντάξει» είπε με παραίτηση. «Θα δοκιμάσω το Μονοπάτι της Αλήθειας»
Ο Μέρλιν συγκατένευσε. «Αυτή η απόφασή σου, να πάρεις ένα άγνωστο μονοπάτι, φορτωμένος με μια ασήκωτη πανοπλία, ήθελε πολύ μεγάλο θάρρος.»
Ο ιππότης ήξερε πως έπρεπε να ξεκινήσει αμέσως∙ αλλιώς, μπορεί και ν’ αλλαζε γνώμη.
«Πάω να πάρω το πιστό μου άλογο» είπε.
«Α, όχι!» εκανε ο Μέρλιν, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά – αριστερά, «το μονοπάτι είναι πολύ στενό, και δε χωράς να περάσεις με το άλογο. Θα πρέπει να πας με τα πόδια.»
Ο ιππότης σωριάστηκε σ’ ένα βράχο.
[…]
Αφού τρόμαξε να σηκωθεί όρθιος, έγνεψε στον Μέρλιν πως ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι του.
Καθώς βάδιζαν προς το μονοπάτι, ο μάγος ξεπέρασε από το λαιμό του ένα εξαίσιο χρυσό κλειδί και το δωσε στον ιππότη. «Αυτό το κλειδί θα ανοιξει τις πύλες τριών κάστρων που θα σου κόψουν τον δρόμο.»
«Ξέρω, ξέρω!» φώναξε ο ιππότης. «Σε κάθε κάστρο θα υπάρχει μια πριγκίπισσα, οπότε εγώ σκοτώνω το δράκοντα που τη φυλάει και…»
«Σταμάτα!» τον έκοψε ο Μέρλιν. «Δεν υπάρχει πριγκίπισσα σε κανένα απ’ αυτά τα κάστρα. Μα κι αν υπήρχε, έτσι όπως είσαι τώρα, κανέναν δεν μπορείς να σώσεις. Πρέπει πρώτα να μάθεις πώς να σώσεις τον εαυτό σου.» «Το πρώτο κάστρο ονομάζεται Σιωπή∙ το δεύτερο, Γνώση∙ και το τρίτο, Θέληση και Θάρρος. Απαξ και μπεις θα βρεις τον τρόπο να βγεις μόνο όταν θα ‘χεις μάθει αυτά για τα οποία μπήκες.»
Για τον ιππότη, αυτό δεν είχε να κάνει τίποτε απολύτως με τη διασκέδαση του να σώζεις πριγκίπισσες. Εξ αλλου, έτσι όπως ήταν, οι βόλτες στα κάστρα τον μάραναν. «Και γιατί, δηλαδή, να μην τα παρακάμψω;» ρώτησε κατσούφικα.
«Αν το κάνεις αυτό, θα ξεστρατίσεις απ’ το μονοπάτι σου και θα χαθείς στα σίγουρα. Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις στην κορυφή του βουνού, είναι να περάσεις μέσα απ’ αυτά τα κάστρα» είπε ο Μέρλιν με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση.
[…]
Ο Μέρλιν κατάλαβε τι σκεφτόταν ο ιππότης και συμφώνησε μαζί του: «Ναι∙ είναι πολύ διαφορετική η μάχη που θα χρειαστεί να δώσεις στο Μονοπάτι της Αλήθειας. Είναι η μάχη να μάθεις ν’ αγαπάς τον εαυτό σου».
«Και πως γίνεται αυτό;» ρώτησε ο ιππότης.
«Στην αρχή, θα μάθεις να γνωρίζεις τον εαυτό σου» απάντησε ο Μέρλιν. «Αυτή η μάχη δεν θα μπορεί να νικηθεί με το σπαθί σου, οπότε μπορείς να το αφήσεις εδώ.» Ο Μέρλιν σώπασε για λίγο, κοιτώντας τον ιππότη τρυφερά. Ύστερα πρόσθεσε: «Αν συναντήσεις οποιοδήποτε πρόβλημα που δεν μπορείς να το λύσεις, φώναξέ με, κι εγώ θα ‘ρθω.»
[…]
Το άλλο πρωί τον ξύπνησε ο ήλιος που έπεφτε στα μάτια του. Είχε καιρό να νιώσει τόση λάμψη, κι αλληθώρισε. Τόσο φως δεν είχε ξαναπεράσει ποτέ μέσα απ’ την προσωπίδα του. […] Αφού κατάφερε να ανακαθίσει, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να δει πιο πολύ απ’ όσο την προηγούμενη μέρα κι ότι ένιωθε τον δροσερό αέρα στο πρόσωπό του. Ένα μέρος της προσωπίδας του είχε φύγει! «Μα πως έγινε αυτό;» αναρωτήθηκε.
Στην ερώτηση που δεν έκανε ποτέ, του αποκρίθηκε η Σκιουρίτσα: «Σκούριασε κι έπεσε»
«Μα πως;» ΄ρωτησε ο ιππότης.
«Απ’ τα δάκρυα που έχυσες όταν είδες το άγραφο σημείωμα του γιου σου» είπε η Ρεβέκκα.
Ο ιππότης έπιασε να το συλλογίζεται αυτό. Αλήθεια: η θλίψη που είχε νιώσει, ήταν τόσο βαθιά, ώστε όχι μόνο δεν μπόρεσε να τον προστατεύσει η πανοπλία του, αλλά και τα δάκρυά του είχαν αρχίσει να χαλάνε το σίδερο.
«Αυτό είναι!» φώναξε. «Μόνο τα άδολα δάκρυα θα με απαλλάξουν απ’ την πανοπλία μου!»
[…]
Κι ήταν σπουδαία μέρα αυτή για τον ιππότη μας: παρατηρούσε τις ακτίνες του ήλιου, που, περνώντας μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων, έσκαγαν σε αστραφτερές σταγόνες και, κοιτάζοντας προσεκτικά τα πρόσωπα μερικών κοκκινολαίμηδων, διαπίστωσε πως δεν ήταν όλα ίδια. Όταν το είπε αυτό στη Ρεβέκα, εκείνη έπιασε να χοροπηδάει σαν τρελή, γρούζοντας χαρούμενα. «Αρχίζεις να βλέπεις τις διαφορές σε άλλες μορφές ζωής γιατί αρχίζεις να βλέπεις τις διαφορές μέσα σου».
[..]
Η Ρεβέκα γέλασε και είπε: «Όταν μάθεις να αποδέχεσαι αντί να προσδοκάς, θα χεις λιγότερες απογοητεύσεις».
Ο ιππότης με τη σκουριασμένη πανοπλία, Fisher Robert, Opera