Το μικρό παιδί, καθώς μεγαλώνει, χρειάζεται κάτι που να το γεφυρώνει με τον κόσμο, κάτι που να γίνει η πρώτη του σταθερή και ασφαλής βάση πέρα από τη μητέρα. Ο Winnicott μας μιλά για το μεταβατικό αντικείμενο – ένα πάνινο ζωάκι, μια κουβέρτα, κάτι απλό αλλά γεμάτο συμβολισμό. Αυτό το αντικείμενο δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο. Είναι ο καθρέφτης της ψυχής του παιδιού, η προέκταση των συναισθημάτων του, ο δέκτης των εσωτερικών του συγκρούσεων.
Για το παιδί δεν είναι τόσο σημαντικό το γεγονός ότι αυτό είναι ένα αντικείμενο, όσο σημαντικά είναι αυτά που αντιπροσωπεύει το αντικείμενο για εκείνο.
Το παιδί παίρνει όλα όσα νιώθει – τη χαρά, την ασφάλεια, το θυμό, το φόβο – και τα τοποθετεί πάνω στο αντικείμενό του. Όταν θυμώνει με τους γονείς του ή με τον εαυτό του, θυμώνει και με αυτό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, μαθαίνει να αποδέχεται τα συναισθήματά του, να αναγνωρίζει ότι ακόμα και ο θυμός, η απογοήτευση, είναι κομμάτια της ύπαρξής του. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μαθαίνει να μην εγκαταλείπει. Το πάνινο ζωάκι του είναι ακόμα εκεί, όπως κι εκείνος είναι ακόμα εκεί, παρά το θυμό του.
Αυτή η σταθερότητα χτίζει γέφυρες. Το παιδί αρχίζει να νιώθει ασφάλεια. Σιγά-σιγά, παρατηρεί ότι το αντικείμενό του δεν είναι ίδιο με εκείνον. Είναι κάτι διαφορετικό, κάτι άλλο. Ανακαλύπτει ότι μπορεί να αγαπά και να δίνει νόημα σε αυτό το διαφορετικό, ότι η σύνδεση δεν χρειάζεται να βασίζεται στην ταύτιση, αλλά στην αναγνώριση της μοναδικότητας.
Καθώς μεγαλώνει, αυτή η διαδικασία εμβαθύνει. Μαθαίνει να βλέπει τον άλλον άνθρωπο ως ξεχωριστή οντότητα. Δεν είναι απλώς μια αντανάκλαση των δικών του αναγκών ή επιθυμιών. Αναρωτιέται: Τι νιώθει ο άλλος; Τι θέλει; Στην αρχή, υποθέτει ότι ο άλλος θέλει τα ίδια με εκείνον. Όμως σιγά-σιγά, κατανοεί ότι ο άλλος έχει τις δικές του επιθυμίες, που μπορεί να είναι όμοιες ή και τελείως διαφορετικές. Αυτή η επίγνωση ανοίγει την πόρτα στην κατανόηση, στη συμπόνια, στη βαθύτερη σύνδεση.
Το αντικείμενο γίνεται, επίσης, ένα σύμβολο δημιουργικότητας. Το παιδί καταλαβαίνει ότι η δημιουργικότητά του δεν είναι κάτι που θα πάρει από κάπου, αλλά κάτι που θα προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του και στον κόσμο. Η δημιουργικότητα δεν είναι μια εξωτερική διαδικασία, αλλά ένα εσωτερικό παιχνίδι, ένα δώρο που το ίδιο το παιδί δίνει στον εαυτό του και στον κόσμο.
Ο φόβος της απώλειας, που αρχικά τον κυριεύει, σταδιακά υποχωρεί. Μέσα από την ασφάλεια που νιώθει με το αντικείμενό του, μαθαίνει ότι η απουσία δεν σημαίνει απώλεια. Ότι μπορεί να υπάρξει και στο “μαζί” και στο “χώρια”. Η αγάπη, η χαρά, η δημιουργικότητα, δεν σβήνουν όταν το αντικείμενο ή ο άλλος δεν είναι παρόν. Αυτή η ανακάλυψη γεμίζει την ψυχή του με δύναμη, τον βοηθά να βλέπει τον κόσμο με αισιοδοξία.
Μέσα από την εξερεύνηση και την αλληλεπίδραση με το αντικείμενο, ο θυμός και η οργή που κάποτε τον κατέκλυζαν, μετατρέπονται σε αποφασιστικότητα. Η εσωτερική του σύγκρουση γίνεται κινητήρια δύναμη. Ο πόνος της απόρριψης ή της διαφοράς γίνεται επιμονή, υπομονή και αφοσίωση. Η επιθυμία του να κατανοήσει τον εαυτό του και τον άλλον τον γεμίζει με χαρά για τη ζωή και διάθεση για δημιουργία.
Στην πορεία αυτή, μαθαίνει να βάζει προτεραιότητες. Στην αρχή, προτεραιότητα έχει μόνο το αντικείμενό του. Αργότερα, μαθαίνει ότι προτεραιότητα δεν είναι μόνο το να επικεντρώνεται σε έναν στόχο, αλλά να βλέπει τα πράγματα στην ολότητά τους. Να δίνει χώρο και χρόνο τόσο στον εαυτό του όσο και στον άλλον, να σέβεται τη δημιουργικότητά του, αλλά και να τη μοιράζεται.
Όταν το παιδί αγκαλιάσει όλα του τα συναισθήματα – τη χαρά, τον θυμό, τον φόβο, τη λύπη – θα νιώσει πραγματικά ελεύθερο. Θα συνειδητοποιήσει ότι η δημιουργικότητά του είναι μια πράξη σύνδεσης με τη ζωή. Είναι η δική του δύναμη, το δικό του μονοπάτι προς την αγάπη, τη χαρά, την ολοκλήρωση. Και αυτή η αναγνώριση θα το οδηγήσει να γίνει ένας ενήλικας που δημιουργεί, αγαπά, ζει.