Η «βλάβη» έρχεται αναπάντεχα. Όμως έρχεται πάντοτε μια «βλάβη» να ανακόψει τη λειτουργία του θαύματος. Γλυστράει αδιόρατα μέσα στη ζωή, σαν το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου.
Κάποια ασήμαντη αστοχία του ‘Αλλου, κάποια παράλειψη, μια ανεπάρκεια στη συμπεριφορά, μια υστερόβουλη κίνηση, μια ελλειπτική ανταπόκριση στη δική μου δίψα. Και ανοίγουν ξαφνικά τα μάτια μου στην αντίστροφη αποκάλυψη: Ο ‘Άλλος βρίσκεται απρόσμενα σε απόσταση, υποταγμένος σε χώρο και χρόνο. Είναι μακριά και δεν είναι αυτό που ήταν. Σε σχέση με το δικό μου πόθο για ζωή, μοιάζει λιγοστός, άτολμος, φειδωλός. Και μαζί του μικραίνουν όλα ξαφνικά, ξαναγίνονται αντι-κείμενα προκλητικά για μετρήσεις και υπολογισμούς.
Αν είχαμε πραγματικά αγαπήσει –αν μας είχε χαριστεί κάποια ελάχιστη πραγματική αυτοπαραίτηση – ίσως στην πρώτη ρήξη να διακρίνουμε κάτι και από τα δικά μας υστερήματα. Στην καινούργια τώρα έκπληξη της απόστασης, ανακαλύπτουμε με δέος και πλήθος δικές μας αστοχίες, λαθεμένες εκφράσεις του πόθου, υστεροβουλίες, ελλείψεις ανταπόκρισης στη δίψα του Άλλου. Και μοιάζει απίστευτο. Αυτός ήταν λοιπόν ο έρωτάς μου; Άφησα τόσο κενό μοναξιάς στην ψυχή του Άλλου, που άμετρα αγαπώ και ποθώ; Είναι τελικά αδιαπέραστο το τείχος που ορθώνει ανάμεσα στους ερωτευμένους ο τρόπος της φύσης, η θωράκιση του εγώ;
Όμως το πιο συνηθισμένο είναι να μην βλέπουμε μέσα κανένα ψεγάδι. Τον έρωτα τον προδίνει μόνο ο Άλλος. Έβαλε λιγότερα στο παιχνίδι – σε σχέση με το τι προσφέρει, απολαμβάνει περισσότερα. Αρχίζω να μετράω να λογαριάζω. Και οι λογαριασμοί με βγάζουν πάντα αδικημένο, άρα δικαιούμαι να αντιδρώ, να μεμψιμοιρώ, να γίνομαι επιθετικός, να μεταλλάζω την προδομένη μου στοργή σε απαίτηση.
Κι αν ο άλλος αντιδράσει με τις δικές του μετρήσεις και τους δικούς του λογαριασμούς, τότε η ρήξη είναι άγρια, θηριώδης. Δεν παίζονται συμφέροντα βιοτικά, παίζεται η ζωή – όλα ή τίποτα. Ακόμα κι αν ο Άλλος αποτραβηχτεί σιωπηλός στη θλίψη του, αφήσει έκθετες τις πληγές του, δεν έχω μάτια να δω, δεν μπορώ να πονέσω για την οδύνη του, εξακολουθώ να μετράω μόνο τη δική μου. Δεν έχει δίκιο να είναι θλιμμένος, μόνο εγώ έχω αυτό το δίκιο.
Στην πρώτη αίσθηση της ρήξης ο έρωτας γίνεται μια απελπισμένη επιθετικότητα. Αναμοχλεύει το παρελθόν, αναξέει πληγές, βυθίζει ανελέητα το μαχαίρι στη μνήμη. Ο Άλλος είναι η αποτυχία μου να ζήσω, είναι η επαλήθευση της μοναξιάς μου, η κόλασή μου. Ίσως παλεύει κι αυτός, σφαδάζει, ζει τη δική του παγερή μοναξιά. Κάποια ελάχιστη τρυφεράδα από μένα, ένα χάδι και πάλι, ένας λόγος γλυκός, θα μπορούσε να τον αναστήσει. Μα εγώ στο πρόσωπό του βλέπω μόνο το δικό μου κενό, και τα μόνα λόγια της καρδιάς είναι το παράπονό μου: Εμένα ποιος με ρωτάει, ποιος μετράει τη δική μου ανάγκη και οδύνη;
(…)
Ο καθένας με τη δική του τετράγωνη λογική, αράγιστη και αμετακίνητη στις βεβαιότητές της.
Σε αυτόν τον σπαραγμό οδηγείται νομοτελειακά κάθε έρωτας. Δεν είναι απλή από – γοήτευση – το τέλος της γοητείας που ασκούσε πάνω μας η ψευδαίσθηση της πληρωματικής σχέσης. Είναι η ασυνείδητη πίκρα για το ανέφικτο της ζωής, η απελπισία για το ακατόρθωτο της αμοιβαίας ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς, που συνιστά τη ζωή. Ερωτευόμαστε σαν τις χελώνες, θωρακισμένοι ανεπίγνωστα στο άθραυστο κέλυφος της θνητότητας, δηλαδή του εγώ. Ζούμε το θαύμα του έρωτα ο καθένας από μόνος του, ο Άλλος είναι μόνο η αφορμή. Ώσπου να συντριβούν οι ασύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στα αράγιστα κελύφη.
Χρήστου Γιανναρά, Σχόλιο στο ‘Ασμα ασμάτων, Δομος