Βαλίτσες που δεν χρειάζεται να κουβαλάς μαζί σου
25 Ιουνίου 2019Ας βουτήξουμε βαθιά
27 Ιουνίου 2019
Γράφει η Ματίνα Σταθάκη
Ένας κρίκος, στρογγυλός και λείος, κατρακύλησε. Ένας θεός ξέρει από πού…
Ένιωθε μόνος, κάτι του έλειπε. Δε θυμόταν την προηγούμενη ζωή του, αλλά ένιωθε αποσυνδεδεμένος. Δεν θυμόταν ποιος είναι και πού θέλει να πάει. Παρατήρησε τον εαυτό του και είδε το άνοιγμά του. Σίγουρα κάποτε ήταν συνδεδεμένος. Αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς ήταν. Πού ήταν; Του άρεσε; Δεν του άρεσε; Άγνωστο…
Και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Όχι επειδή ένιωθε μοναξιά αλλά επειδή δε θυμόταν.
Σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε ολόγυρα. Βρισκόταν πάνω στην άμμο, σε μια παραλία, άγνωστη όπως και όλη η ζωή του. Κάπου εκεί πέρα ο ήλιος έκανε κάτι να αστράφτει. Ήθελε να πλησιάσει να δει τι είναι, αλλά δεν είχε δύναμη. Έσπρωξε με όλες του τις δυνάμεις. Όμως έμεινε ακίνητος. Ώσπου ήρθε ένα κύμα και τον παρέσυρε. Έκανε σβούρες πολλές μέσα στη θάλασσα. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ελεύθερος, ο εαυτός του. Μπορούσε να πάει όπου ήθελε. Κολυμπούσε και ένιωθε την αύρα της θάλασσας να αγγίζει τη δική του ξεχασμένη αύρα. Κάπου εκεί συνάντησε αυτό που άστραφτε. Ένας άλλος κρίκος, ολόιδιος με εκείνον πλησίασε και τον ακούμπησε. Τα κύματα έκαναν και τους δύο να στριφογυρίζουν και να χασκογελούν. Σε λίγο και άλλοι κρίκοι ήρθαν να προστεθούν στην παρέα. Έπαιζαν και διασκέδαζαν πάνω στον αφρό. Βουτούσαν ως τον βυθό και ύστερα ο αναβρασμός της θάλασσας τους ανέβαζε πάλι πάνω. Αφού διασκέδασαν αρκετά, ένας από αυτούς φώναξε:
-Κοιταχτείτε. Είμαστε ίδιοι. Είμαστε κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Ελάτε να ενωθούμε.
Και από τότε σε κάθε κύμα έβαλαν σκοπό ένας-ένας να ενώνονται.
Αυτός που φώναξε ξεκίνησε πρώτος. Όταν ενώθηκαν όλοι οι κρίκοι, σχημάτισαν μια αλυσίδα και κατάλαβαν ότι για αυτό ήταν προορισμένοι. Κάπου εκεί στη μέση ήταν και ο δικός μας κρίκος, εκείνος που είχε ξεχάσει τα πάντα.
Συνέχιζαν να κολυμπάνε αλλά τώρα ήταν πιο δύσκολο να πάνε όπου ήθελαν. Έπρεπε ο καθένας να ακολουθήσει τους άλλους. Να ζήσουν μαζί. Να αφουγκραστούν τις ανάγκες του καθενός. Έτσι η αλυσίδα μια πήγαινε στον βυθό και ξεκουραζόταν και μια στον αφρό και κυμάτιζε. Δεν ήταν εύκολο να μείνουν ενωμένοι καθώς οι εσοχές τους παρέμεναν ανοιχτές. Αυτό τους έκανε να καταλάβουν πως ήταν μαζί μα ήταν και ελεύθεροι. Όταν κάποιος από την αλυσίδα λυνόταν, τον άφηναν να κάνει τις σβούρες του και μετά ξαναγινόντουσαν ένα.
Ώσπου, ήρθε και η στιγμή που ο κρίκος μας έμεινε για λίγο μόνος του. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στα κύματα. Δεν τον ένοιαζε που ήταν μόνος. Ένιωθε όλους τους άλλους μαζί του.
Και τώρα θυμόταν. Θυμόταν πως ζωή σημαίνει ελευθερία. Πως αγάπη σημαίνει αποδοχή. Πως όποτε θες έχεις δικαίωμα να αποσυνδεθείς από την αλυσίδα και οι άλλοι θα σε δεχτούν ξανά πίσω με μια τεράστια αγκαλιά. Πως για να ζεις πρέπει να θυμάσαι και για να θυμάσαι πρέπει να ζεις. Πως η αλυσίδα –και κάθε αλυσίδα- δεν είναι για να σε κρατάει δέσμιο αλλά για να σου ομορφαίνει τη ζωή.
Επιτέλους θυμόταν ποιος ήταν και δεν τον ένοιαζε πού πήγαινε. Γιατί όταν έχεις αλυσίδες να σου θυμίζουν την ύπαρξή σου, πας οπουδήποτε!
Ματίνα Σταθάκη