Γράμμα του μπαμπά στον γιο
9 Αυγούστου 2019
Οι άνθρωποι, ασυνείδητα, δημιουργούν τα εσωτερικά τους προβλήματα στο περιβάλλον τους. Ο τρόπος που υποφέρουν στις σχέσεις τους με τους άλλους είναι και ο τρόπος που υποφέρουν μέσα τους.
12 Αυγούστου 2019

Μην κρύβετε την πραγματική σας προσωπικότητα, μην την αφήνετε να εκρήγνυται. Ελευθερώσετε αυτό που είστε, όταν νιώσετε έτοιμοι, με σεβασμό στον εαυτό σας, με εκτίμηση στην αλήθειά σας

Ήταν κάποτε ένας φτωχός ξυλοκόπος, που δούλευε από τα χαράματα μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν επιτέλους έβαλε στην άκρη λίγα χρήματα, είπε στο γιο του: “Είσαι το μοναχοπαίδι μου. Έκανα λίγα λεφτά με τον ιδρώτα του προσώπου μου και θα τα ξοδέψω για να σε σπουδάσω. Αν μάθεις μια καλή τέχνη, θα μπορείς να με φροντίσεις στα γεράματά μου, όταν τα χέρια και τα πόδια μου θα είναι ανήμπορα και θα πρέπει να μένω σπίτι”. Το αγόρι έφυγε και πήγε στο πανεπιστήμιο όπου δούλεψε σκληρά. Όταν κόντευε να τελειώσει τις σπουδές του, οι πενιχρές οικονομίες του πατέρα του εξαντλήθηκαν και αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι. “Είναι κρίμα”, είπε ο πατέρας του θλιμμένα. “Δεν έχω άλλα λεφτά να σου δώσω και, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, μόλις και καταφέρνω να βγάζω το καθημερινό ψωμί”. “Καλέ μου πατέρα”, είπε το αγόρι, “μην στενοχωριέσαι. Θα συνηθίσω αυτή τη ζωή και μπορεί στο τέλος να είναι και καλύτερα”.

Καθώς ο πατέρας ετοιμαζόταν να πάει να βγάλει περισσότερα λεφτά κόβοντας και μαζεύοντας καυσόξυλα, ο γιος είπε: “Θα έρθω να σε βοηθήσω”. “Α, δεν ξέρω”, είπε ο πατέρας. “Μπορεί να είναι δύσκολο για σένα. Δεν είσαι μαθημένος στη σκληρή δουλειά. Αμφιβάλλω αν θα την αντέξεις. Εξάλλου, έχω μόνο ένα τσεκούρι και δεν έχω λεφτά να αγοράσω δεύτερο”. “Πήγαινε και ζήτα από το γείτονα”, είπε ο γιος. “Θα σου δανείσει ένα τσεκούρι,, μέχρι να βγάλω αρκετά λεφτά για να αγοράσω άλλο”.

Ο πατέρας δανείστηκε ένα τσεκούρι από το γείτονα και το άλλο πρωί πήγαν μαζί στο δάσος. Ο νεαρός βοηθούσε τον πατέρα του και ήταν πολύ ευδιάθετος. Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλά στον ουρανό, ο πατέρας είπε: “Ας καθίσουμε τώρα λίγο να ξεκουραστούμε και να φάμε και κάτι”. Ο γιος πήρε το δικό του κομμάτι ψωμί και είπε: “Ξεκουράσου εσύ, πατέρα. Εγώ δεν είμαι κουρασμένος. Θα κάνω μια μικρή βόλιτα”. “Μην είσαι ανόητος”, είπε ο πατέρας. “Τι νόημα έχει να τρέχεις πέρα – δώθε; Μετά θα είσαι τόσο κουρασμένος, που δε θα μπορείς να κουνηθείς. Μείνε εδώ και κάτσε κάτω”.

Αλλά ο γιος προχώρησε πιο βαθιά μέσα στο δάσος τρώγοντας το ψωμί του. Ένιωθε ανάλαφρος και χαρούμενος και κοιτούσε ψηλά τα πράσινα κλαδιά, μήπως βρει καμιά φωλιά. Πηγαινοερχόταν και, στο τέλος, έφτασε σε μεγάλη, αγριωπή βελανιδιά. Θα πρέπει να ήταν εκατοντάδων ετών και ήταν τόσο χοντρή, που πέντε άνδρες μαζί δεν μπορούσαν να την αγκαλιάσουν. Σταμάτησε, κοίταξε το δέντρο και σκέφτηκε: “Πολλά πουλιά θα πρέπει να έχουν φτιάξει τις φωλιές τους σ’ αυτό το δέντρο”. Ξαφνικά άκουσε κάποιον να τον καλεί. Μια πνιχτή φωνή φώναζε: “Βγάλε με έξω, βγάλε με έξω!”. Όταν κοίταξε γύρω του, δεν είδε τίποτε, αλλά σκέφτηκε ότι η φωνή ερχόταν από τη γη.

“Που είσαι;”, φώναξε.

Η φωνή απάντησε: “Είμαι ανάμεσα στις ρίζες της βελανιδιάς. Βγάλε με έξω, βγάλε με έξω!”. Όταν κοίταξε γύρω του, δεν είδε τίποτε, αλλά σκέφτηκε ότι η φωνή ερχόταν από τη γη.

“Που είσαι;”, φώναξε.

Η φωνή απάντησε: “Είμαι ανάμεσα στις ρίζες της βελανιδιάς. Βγάλε με έξω, βγάλε με έξω!”.

Ο νέος καθάρισε τα ξερά φύλλα και κοίταξε ανάμεσα στις ρίζες, μέχρι που τελικά ανακάλυψε ένα μικρό κούφωμα και μέσα ένα γυάλινο μπουκάλι. Όταν σήκωσε το μπουκάλι στο φως, είδε να χοροπηδάει μέσα κάτι που έμοιαζε με βάτραχο.

“Βγάλε με έξω, βγάλε με έξω!”, έλεγε συνεχώς.

Χωρίς να πάει το μυαλό του στο κακό,  ο νέος ξεβούλωσε το μπουκάλι. Σαν αστραπή, ένα πνεύμα ξεγλίστρησε και άρχισε να μεγαλώνει τόσο γρήγορα, ώστε σε λίγα δευτερόλεπτα στεκόταν μπροστά στον νεαρό ένα τερατώδες πλάσμα, που είχε το μισό μέγεθος της βελανιδιάς.

“Ξέρεις ποια θα ‘ναι η αμοιβή σου που με έβγαλες έξω;” τον ρώτησε το πνεύμα με βροντερή φωνή.

“Όχι”, είπε άφοβα ο νέος. “Πως να το ξέρω;”.

“Τότε θα στο πω εγώ!”, φώναξε το πνεύμα. “Θα σου σπάσω το λαιμό”.

“Αυτό θα έπρεπε να μου το είχες πει πριν σε βγάλω από το μπουκάλι”, αποκρίθηκε ο νέος. “Αλλά έτσι κι αλλιώς, εγώ σκοπεύω να κρατήσω το κεφάλι μου στη θέση του. Θα πρέπει να συμβουλευτείς κι άλλους ανθρώπους πριν σε αφήσω να πειράξεις το λαιμό μου”. “Τώρα μάλιστα!”, είπε το πνεύμα. “Κέρδισες την αμοιβή σου και θα την πάρεις. Νομίζεις ότι με είχαν κλεισμένο εδώ μέσα όλον αυτόν τον καιρό από καλοσύνη; Το έκαναν για να με τιμωρήσουν. Είμαι ο πανίσχυρος Μερκούριος και όταν κάποιος με ελευθερώνει, έχω καθήκον να του σπάω το λαιμό”. “Μη βιάζεσαι τόσο πολύ”, είπε ο νέος. “Πρέπει πρώτα να βεβαιωθώ ότι ήσουν πράγματι μέσα στο μπουκάλι και τότε θα πιστέψω ότι είσαι αληθινά ο πανίσχυρος Μερκούριος”. “Το μόνο εύκολο”, απάντησε υπεροπτικά το πνεύμα. Αμέσως άρχισε να μαζεύεται, να γίνεται λεπτό και μικρό, όπως ήταν πριν, και ξαναμπήκε στο μπουκάλι. Ο νέος βούλωσε γρήγορα το μπουκάλι με το φελλό και το πέταξε εκεί που το βρήκε, ανάμεσα στις ρίζες της βελανιδιάς. Είχε ξεγελάσει το πνεύμα.

Καθώς όμως ο νέος κίνησε να βρει τον πατέρα του, το πνεύμα φώναζε αξιοθρήνητα: “Σε παρακαλώ, βγάλε με έξω, σε παρακαλώ, βγάλε με έξω”. “Όχι”, είπε ο νέος. “Δεν μπορείς να με κοροιδέψεις για δεύτερη φορά. Όταν πιάνω κάποιον που απειλεί τη ζωή μου, δεν τον αφήνω τόσο εύκολα”.

“Αν με ελευθερώσεις”, είπε το πνεύμα, “θα σου δώσω αρκετά λεφτά, που θα σου φτάσουν για όλη σου τη ζωή”.

“Όχι”, ξανάπε ο νέος. “Θα με κοροιδέψεις και πάλι.”

“Γυρίζεις την πλάτη σου στην καλή σου τύχη”, είπε το πνεύμα. “Δεν θα σε πειράξω. Θα αμοιφθείς πλουσιοπάροχα”.

Ο νέος σκέφτηκε: “Θα το διακινδυνεύσω. Μπορεί και να κρατήσει το λόγο του”. Έτσι, ξεβούλωσε το μπουκάλι και το πνεύμα βγήκε όπως και την πρώτη φορά· τεντώθηκε και απλώθηκε, μέχρι που έγινε μεγάλο σαν γίγαντας. Έδωσε στον νέο ένα κομμάτι ύφασμα, που έμοιαζε με κατάπλασμα, και του είπε: “Αυτή είναι η αμοιβή σου. Αν ακουμπήσεις τη μια άκρη πάνω σε μια πληγή, η πληγή θα γιατρευτεί, και αν τρίψεις σίδερο ή ατσάλι στην άλλη άκρη, θα γίνει ασήμι”.

“Θα πρέπει να το δοκιμάσω αυτό”, είπε ο νέος. Πήγε σε ένα δέντρο, χάραξε βαθιά το φλοιό με το τσεκούρι του και κατόπιν έτριψε τη χαρακιά με το ύφασμα. Ο φλοιός ενώθηκε και η πληγή γιατρεύτηκε. “Εντάξει”, είπε ο νέος άνδρας, “τώρα μπορούμε να χωρίσουμε”. Το πνεύμα τον ευχαρίστησε που τον ελευθέρωσε και ο νέος ευχαρίστησε τον Μερκούριο για το δώρο του και γύρισε στον πατέρα του.

“Που ήσουν τόση ώρα;”, ρώτησε ο πατέρας. “Ξέχασες τη δουλειά σου; Σου είπα ότι δεν θα καταφέρεις να κάνεις τίποτα”.

“Μην ανησυχείς, πατέρα, θα σε προφτάσω”.

“Θα με προφτάσεις;” είπε ο πατέρας με αγανάκτηση. “Δεν ξέρεις τι σου γίνεται!”

“Κοίτα με λοιπόν. Θα ρίξω αυτό το δέντρο πριν καλά – καλά το καταλάβεις”. Πήρε το τσεκούρι του, το έτριψε με το κατάπλασμα και χτύπησε με δύναμη. Αλλά το σίδερο είχε γίνει ασήμι και η λεπίδα του τσεκουριού λύγισε.

“Πατέρα, κοίτα αυτό το άθλιο τσεκούρι που μου έδωσες. Είναι λυγισμένο”, είπε ο νέος.

Ο πατέρας τρομοκρατήθηκε. “Τώρα πρέπει να πληρώσω το τσεκούρι. Που θα βρω τα λεφτά;”

“Μη θυμώνεις μαζί μου, πατέρα”, είπε ο γιος, “εγώ θα το πληρώσω το τσεκούρι”.

“Με τι;”, ρώτησε ο πατέρας. “Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου πεις; Μπορεί να έμαθες πολλά από τα βιβλία, αλλά σίγουρα δεν ξέρεις τίποτε για το κόψιμο των δέντρων”.

Αργότερα γύρισαν μαζί στο σπίτι και ο πατέρας είπε στον γιο του: “Πήγαινε πούλησε το χαλασμένο τσεκούρι. Κοίτα πόσα μπορεί να πιάσει. Θα πρέπει να βγάλω τα υπόλοιπα, για να πληρώσουμε το γείτονα”.

Ο γιος κατέβηκε στην πόλη και πήγε το τσεκούρι σε έναν χρυσοχόο που το εξέτασε και αναφώνησε: “Αυτό το τσεκούρι αξίζει τετρακόσια τάλιρα!”. Και του έδωσε αμέσως τα τετρακόσια τάλιρα. Ο νέος γύρισε σπίτι και είπε στον πατέρα του: “Πατέρα, έχω τα λεφτά. Πήγαινε και ρώτησε το γείτονα πόσα θέλει για το τσεκούρι του”.

“Ξέρω ήδη”, είπε ο πατέρας. “Ένα τάλιρο και έξι δεκάρες”.

“Κοίτα εδώ, πατέρα””, είπε ο νέος, “έχω περισσότερα λεφτά απ’ όσα χρειαζόμαστε”. Έδωσε στον πατέρα του εκατό τάλιρα και είπε: “Από εδώ και μπρος θα ζεις άνετα και δεν θα σου λείψει τίποτα”. “Θέε και Κύριε!” αναφώνησε ο πατέρας. “Που τα βρήκες όλα αυτά τα λεφτά;”

Ο γιος του διηγήθηκε ακριβώς τι έγινε και πως κέρδισε την αμοιβή εμπιστευόμενος την τύχη του. Με τα υπόλοιπα λεφτά γύρισε στο πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του.


Ο Μερκούριος είναι το αδάμαστο πνεύμα που έχουμε εγκλωβίσει μέσα στο σώμα μας.

Ο πατέρας συμβολίζει την ακαμψία του αγοριού και το αγόρι είναι το σύμβολο ενός εγώ το οποίο μπορεί να ελευθερώσει το πνεύμα που βρίσκεται μέσα στο σώμα.

Τα στερεότυπά μας λένε: Να κρύβετε την πραγματική σας προσωπικότητα ή, αλλιώς, να την αφήνετε να βγαίνει τόσο γρήγορα, που να εκρήγνυστε σαν να πηγαίνετε στον πόλεμο. Ο Μερκούριος είναι παράλληλα το σύμβολο της πίεσης και της έντασης, το αίσθημα του εγκλωβισμού. Είναι η εμπειρία που έχουμε συχνά ενός πονοκεφάλου από υπερενταση ή μιας πίεσης στην καρδιά ή ενός πόνου στο στομάχι.

Arnold Mindell, Συνομιλώντας με το σώμα που ονειρεύεται, Ελληνικά Γράμματα

Όλοι μας κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να απωθήσουμε ένα μέρος της αυθεντικότητάς μας. Μεγαλώσαμε και μάθαμε να συμβιβαζόμαστε, χάνοντας την αλήθειά μας και πληρώνοντας το τίμημα με άγχος, θλίψη, ένταση και πίεση. Αν όμως προσπαθήσουμε να την κάνουμε να αναδυθεί απότομα, τότε το σώμα και η ψυχή αντιδρούν. Εκείνο που μας ελευθερώνει είναι να δημιουργήσουμε νοητικές παραστάσεις με τρόπο και στον χρόνο που το εγώ μπορεί να τις αφομοιώσει. Τα συναισθήματα που βγαίνουν με χαώδη τρόπο τραυματίζουν, τα συναισθήματα που κατανοούνται από μας,  βοηθούν την αλήθειά μας να αναδυθεί ακέραιη. Ερχόμενοι σε επαφή με τον μερκούριο αυθορμητισμό μας, ανακαλύπτουμε δυνάμεις πρωτογνωρες μέσα μας. Αν δεν έχουμε μάθει να τις διαχειριζόμαστε, στην επαφή μαζί τους κάνουμε κακό στον εαυτό μας και στους άλλους, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Χρειάζεται χρόνο, υπομονή και επιμονή, ώστε να τις συναντήσουμε και να τις σεβαστούμε. Μαθαίνοντας να τις αποδεχόμαστε, τολμάμε να ελευθερωθούμε από σιγά-σιγά και στον χρόνο που μπορεί ο καθένας. Και αυτές μας ανταμείβουν, γιατί τις αναγνωρίζουμε, ανακαλύπτοντας πόσο ωφέλιμες είναι και πόσο καλό μπορούν να κάνουν. Εγκλωβίζοντας τις, τις θεωρούμε κακές, κακό θεωρούμε και τον εαυτό μας. Επιτρέποντάς τους να δουν το φως, φωτίζονται από το καλό, από την ωφέλεια που έχουν, που έχουμε και εμείς μαζί τους. Όταν δεν τις αναγνωρίζουμε, γυρεύουμε έξω από εμάς τη λύτρωση, προσπαθώντας να τη φέρουμε κοντά μας, να την κάνουμε κτήμα μας, με άγχος και με πίεση, χωρίς σύνδεση και ευγνωμοσύνη. Συνειδητοποιώντας τις, τις σεβόμαστε και σε σύνδεση με καθετί μέσα μας και γύρω μας, η κάθε προσπάθεια μπορεί να μας δώσει χαρά, όταν βλέπουμε τη χαρά σε αυτήν, όταν χαιρόμαστε το ταξίδι, όταν ικανοποιούμαστε από τις αποκαλύψεις που κάνουμε, γνωρίζοντας αλήθειες, που στα μάτια μας μοιάζουν όμορφες, γιατί βαφτίζονται στο καλό. 

Αγγελική Μπολουδάκη