Πόσο έτοιμοι είμαστε, άραγε, να συνειδητοποιήσουμε αυτό που δεν είμαστε όπως και να εκτιμήσουμε τον θησαυρό που διαθέτει ο καθένας μας;
8 Ιουνίου 2020“Eίπε ότι τα άρχισε με φόβο και τρόμο, Είπα: “Ω, έχω αρκετό και φόβο και τρόμο”. Και αυτός είπε: “Τότε θα τα καταφέρεις”. A. Gilchrist
11 Ιουνίου 2020
Κάνοντας τον απολογισμό μας αναγνωρίζουμε τις αλήθειες μας.
Συνειδητοποιούμε ότι καλλιεργήσαμε τις δυνατότητες μας, αποδεχτήκαμε τις αδυναμίες μας. Άλλες φορές όμως νομίσαμε πως είμαστε υπεράνθρωποι. Είχαμε ανάγκη από αργούς ρυθμούς αλλά επιταχύναμε και δεν χαρήκαμε όσο θα θέλαμε τις στιγμές, τον εαυτό μας σε αυτές, δεν τις απολαύσαμε όπως ήταν για αυτό που ήταν. Τρέχοντας, αμελήσαμε να αισθανθούμε εκείνη την πληρότητα που προσφέρει η παράδοση μας στο συναίσθημά μας, η έγνοιά μας σε καθετί που αφοσιωνόμαστε. Άλλες φορές πάλι λειτουργήσαμε επικριτικά, επειδή δεν ήμαστε αυτό που υπαγόρευαν οι προσδοκίες μας και δεν αποδεχτήκαμε τα όμορφα αλλά και τα λιγότερο όμορφα κομμάτια του εαυτού μας, τις ατέλειες, τις αδυναμίες μας, ώστε να νιώσουμε ενωμένοι μέσα μας.
Εκφράσαμε τα συναισθήματά μας. Τη χαρά μας, τη λύπη μας, το θυμό και τον πόνο μας, με τρόπο που η επικοινωνία εξελίχθηκε. Άλλες φορές όμως μετατρέψαμε το θυμό σε ενοχή ή σε επιθετικότητα, τη λύπη σε άρνηση, την αδυναμία σε παντοδυναμία. Από φόβο μήπως δεν γίνουμε αποδεκτοί, δεν εκφράσαμε τα πραγματικά μας συναισθήματα, κάτι που δεν μας βοήθησε να πάρουμε έγκαιρα αποφάσεις.
Σεβαστήκαμε το σώμα μας και το φροντίσαμε. Κάναμε το ίδιο με την ψυχή και το πνεύμα μας. Κάποιες φορές όμως δεν μας φροντίσαμε όπως πραγματικά μας άξιζε. Από άρνηση, από αδυναμία να αγκαλιάσουμε αυτό που είμαστε και να το περιβάλλουμε με αγάπη, αμελήσαμε το σώμα μας, την ψυχή και το πνεύμα μας με ακατάλληλη, με περισσότερη ή με λιγότερη τροφή, νομίζοντας πως θα ζήσουμε για πάντα.
Ήταν φορές που ζητήσαμε βοήθεια και η καρδιά μας γέμισε χαρά από την γνησιότητα της ανταπόκρισης. Άλλες φορές όμως, ενώ χρειαζόμασταν βοήθεια, δεν την ζητήσαμε ή την ζητήσαμε με λάθος τρόπο. Πιέσαμε τον εαυτό μας να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, νομίζοντας ότι οι άλλοι δεν θα ανταποκριθούν, ότι δεν θα καταλάβουν. Η μνήμη μας έβλεπε στους άλλους την επανάληψη οπότε είτε αποφεύγαμε είτε καταφεύγαμε στο οικείο που μας περιχαράκωνε στο κλείσιμο μας.
Ήταν φορές που σεβαστήκαμε τη λογική μας και πήραμε συνετές αποφάσεις που εναρμονίζονταν με την αξία μας. Άλλες φορές όμως βιαστήκαμε να πάρουμε αποφάσεις, αρνούμενοι το όποιο πένθος μας, νομίζοντας πως η υπερβολή θα μας κάνει να ξεφύγουμε από τον πόνο, εκείνο τον πόνο που μας ανοίγει στα πιο πολύτιμα κομμάτια του εαυτού μας, στα πιο αληθινά.
Ενώ, άλλες φορές, παρατείναμε την παραμονή μας σε καταστάσεις, όπου η παράδοσή μας σε αυτές δεν μας βοηθούσε να αποκτήσουμε μια βαθύτερη σχέση με την ψυχή μας, από την ανάγκη να κρατηθούμε από το στερεότυπο του θύματος, που η υποταγή τού χαρίζει την “αξία” του “καλού παιδιού” που τα έχει με όλους καλά.
Πόσες φορές εξαρτηθήκαμε από φόβο να αποδεσμευτούμε, από μια ψυχαναγκαστική τάση να εξαρτιόμαστε μέχρι τέλους, του δικού μας κυρίως, όπου τολμήσαμε να δοθούμε;
Πόσες φορές παραμείναμε εναγκαλισμένοι με τον πόνο και τον θυμό, στη θέση της επιθυμούμενης απώλειας, από ενοχή ότι αν ανεξαρτητοποιηθούμε, θα επικριθούμε για την αυτονομία και την αυτάρκειά μας;
Πόσες φορές μας κατηγόρησαν, μας επέκριναν, πρόβαλαν πάνω μας τις δικές τους ανεπάρκειές και εμείς ασχολιόμασταν να αλλάξουμε την εικόνα μας σε εκείνους, αρνούμενοι να καλλιεργήσουμε την αφοσίωσή μας σε ό,τι η αρμονία μαζί του καλλιεργεί το πνεύμα και την ψυχή μας;
Πόσες φορές αναλωθήκαμε και δεν περιφρουρήσαμε την εκτίμηση για τον εαυτό μας, συνειδητοποιώντας εκ των υστέρων ότι η κάθε εξάρτηση, η κάθε εμπλοκή μας απομάκρυνε από την ευθύνη μας να διατηρούμε ενωμένο και όχι διαχωρισμένο τον εαυτό μας, γιατί η κάθε ένωση χρειάζεται την αφοσίωσή μας, την ευθύνη και την αποφασιστικότητά μας να είμαστε μέσα μας σε ό,τι συμβαίνει και να μην χρειαζόμαστε την επιβεβαίωση των άλλων, αρνητική ή θετική, για να υπάρξουμε;
Πόσες φορές εξαρτηθήκαμε από σημεία στις αλληλεπιδράσεις μας, γυρεύοντας μιαν αναγνώριση σε αυτά, την αναγνώριση που χρειάζεται το μικρό παιδί για να έχει το μπαμπά ή τη μαμά αιώνια δικούς του να το επιβεβαιώνουν και δεν αναρωτηθήκαμε που γινόμαστε η πιο ανθρώπινη εκδοχή του εαυτού μας. Αναρωτιόμαστε, άραγε, αν ο τρόπος που προσεγγίζουμε τον άλλον άνθρωπο τον βοηθά να εξελιχθεί σε αυτό που είναι ο ίδιος ή υστερικά υμνούμε την λατρεία μας ή λειτουργούμε αποσυρμένα, επικαλούμενοι το υποτιθέμενο αυτονόητο δικαίωμα ότι ο άλλος μας ανήκει.
Πόσες φορές ακολουθήσαμε άλλους δρόμους και όχι το δικό μας, νομίζοντας πως παράδοση σημαίνει υποταγή και παραίτηση από την αλήθεια μας, ενώ αφοσίωση στην επιθυμία μας σημαίνει ευθύνη, δέσμευση και σύνδεση με αυτό που είμαστε και θέλουμε. Μόνο τότε μπορούμε να συνδεθούμε ουσιαστικά με τους άλλους ανθρώπους κατανοώντας τη δική τους επιθυμία. Μόνο τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε την αφοσίωση και την ευθύνη στην δική τους επιθυμία για την προσωπική τους αλήθεια.
Πόσες φορές νομίσαμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε τα πράγματα με τον οποιοδήποτε τρόπο, αρνούμενοι να κάνουμε το πένθος μας για την όποια ανασφάλεια βιώσαμε στο παρελθόν, ώστε να δούμε ότι μόνο μια ασφάλεια υπάρχει στη ζωή μας, που είναι το άνοιγμα στον εαυτό μας, το άνοιγμα στον άλλον, σε ό,τι η ζύμωση μαζί του καλλιεργεί και ανοίγει τη ψυχή μας.
Πόσες φορές συνειδητοποιήσαμε, άραγε, ότι πίσω από αυτήν την εμμονή, κρυβόταν το μικρό παιδί μέσα μας που διψά για εξάρτηση, εκείνη που έζησε ή δεν έζησε, όπως και για έλεγχο να διατηρήσουμε την αυταπάτη ότι μπορούμε να επηρεάσουμε τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των άλλων, παραμένοντας ένα μικρό παιδί χωρίς ευθύνη για την ωρίμασή του.
Αυτό που ως παιδιά ειπώθηκε σε μας ή το ανείπωτο ήταν ο χάρτης μας. Αυτό που νομίζαμε πως νιώθαμε ενώ δεν το νιώθαμε, η πυξίδα μας. Αυτό που φανταζόμασταν ως πραγματικό, ό,τι περιόριζε την όρασή μας. Κι όλα αυτά τα κρατούσαμε πεισματικά μαζί μας, αρνούμενοι να κάνουμε τις απώλειές μας.
Συνειδητοποιώντας ότι δεν είμαστε αιώνιοι, πονάμε. Κοιτάμε πίσω μας με οδύνη. Αν δεν θρηνήσουμε όμως, αν δεν δεχτούμε τις απώλειές μας, θα παραμείνουμε με την αυταπάτη ότι κάποιος άλλος θα κάνει τη δουλειά για μας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη ζωή μας, για τον τρόπο που λειτουργούμε στις επιλογές μας. Αν δεν δεχτούμε αυτό που έχει συμβεί, πως θα νιώσουμε την πληρότητα από τη συναισθηματική μας ωρίμαση; Πως θα δεχτούμε τα συναισθηματικά δώρα της οικογένειάς μας, πως θα επιτρέψουμε στην προσωπική μας ιστορία να αποκτήσει τη συνοχή, τη ροή και τη ψυχική ζωντάνια που δικαιούται;
Ο Όσκαρ Ουάιλντ, στο βιβλίο του, De profundis, λέει:
“Αυτό που απλώνεται μπροστά μου είναι το παρελθόν.
Είμαι αναγκασμένος να το κοιτάξω με διαφορετικά μάτια, να κάνω τον κόσμο να το κοιτάξει με διαφορετικά μάτια, να κάνω το Θεό να το κοιτάξει με διαφορετικά μάτια.
Αυτό δεν μπορώ να το κάνω ανγοώντας το ή θεωρώντας το ασήμαντο ή εγκωμιάζοντάς το ή αρνούμενός το.
Ο μόνος τρόπος που μπορεί να γίνει αυτό είναι να του προσδώσω μια πληρότητα, με το να το δεχτώ σαν ένα μέρος της εξέλιξης της ζωής μου και του χαρακτήρα μου…”
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τίποτα, μπορούμε μόνο να αντέξουμε την αλήθεια που καταφέρνουμε να δούμε, να την εξελίξουμε σε αυτό που είναι. Όσο κι αν αγαπάμε τους ανθρώπους μας, δεν μπορούμε να τους προστατεύσουμε από ό,τι τους συμβαίνει. Να τους αγαπάμε μπορούμε, με σεβασμό σε αυτό που είναι οι ίδιοι, με θαυμασμό για αυτό που είναι, με ευγνωμοσύνη για την αγάπη που νιώθουμε και είναι το πολυτιμότερο αγαθό. Περαστικοί είμαστε σε αυτή τη ζωή, ήρθαμε να αγαπήσουμε, να μάθουμε και να μοιραστούμε, να κάνουμε το καλύτερο για τον εαυτό μας, να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για τον κόσμο που μας φιλοξενεί.
Αγγελική Μπολουδάκη