Να αγαπάμε, μη πέφτουμε όμως στην αγάπη…
4 Νοεμβρίου 2019
Η φιλία στις γυναίκες
5 Νοεμβρίου 2019

Όσο όμως για το πως επηρεάζει ο θάνατος ενός κοντινού ανθρώπου αυτούς που μένουν πίσω, εδώ και καιρό πιστεύω πως δεν μπορεί παρά να ξυπνά μέσα τους μια βαθιά συναίσθηση ευθύνης

Θα έπρεπε από ένστικτο να μη θέλουμε να παρηγορηθούμε για μια τέτοια απώλεια· θα ‘πρεπε, αντίθετα, να γίνει βαθιά κι επώδυνη η περιέργειά μας να την εξερευνήσουμε πέρα ως πέρα, να βιώσουμε την ιδιαιτερότητα, τη μοναδικότητα αυτής ειδικά της απώλειας, την επίδραση της στη ζωή μας. Ναι, θα έπρεπε να επιδείξουμε την ευγενή εκείνη απληστία ώστε να εμπλουτίσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο ειδικά με αυτήν, με τη σημασία και το βάρος της…

Όσο πιο βαθιά μας πλήττει και όσο πιο έντονα μας αφορά μια τέτοια απώλεια, τόσο περισσότερο συνιστά για μας καθήκον να κατακτήσουμε αλλιώς και τελειωτικά αυτό που απέλπιδα τώρα επιτείνεται στο γεγονός της απώλειας: τούτο γίνεται κατόπιν κατόρθωμα απαράμιλλο, που επιτόπου υπερβαίνει καθετί από τα αρνητικά που φέρνει μαζί του ο πόνος, τη νωθρότητα και την υποχωρητικότητα, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του. Γίνεται τώρα πόνος ενεργός, με εσωτερική επίδραση, ο μόνος πόνος που έχει νόημα και είναι αντάξιός μας.

Δεν τρέφω καμία συμπάθεια προς τις Χριστιανικές δοξασίες περί του επέκεινα, αντιθέτως απομακρύνομαι από αυτές ολοένα και πιο πολύ, χωρίς βέβαια να μου περνά απ’ το νου να τους επιτεθώ· ίσως να έχουν βάση και υπόσταση, όπως και τόσες άλλες υποθέσεις γύρω από το θείο. Για μένα όμως εγκλείουν κατά πρώτο λόγο τον κίνδυνο όχι μονάχα να θολώσουν την εικόνα των εκλιπόντων και να τους κάνουν απρόσιτους· αλλά και εμείς οι ίδιοι, από τον πόθο να περάσουμε αντίπερα, μακριά από δω, γινόμαστε πιο ακαθόριστοι, λιγότερο γήινοι: πράγμα που, όσο είμαστε εδώ, δεμένοι με τα δέντρα, τα λουλούδια και το γήινο βασίλειο, οφείλουμε πιστά να παραμείνουμε, να γινόμαστε διαρκώς, ολοένα και περισσότερο!

‘Οσον αφορά εμένα, ό,τι δικό μου πέθανε, πέθανε βυθιζόμενο, θα λέγαμε, μες στην ίδια μου την καρδιά: όταν αναζητούσα τον άνθρωπο που είχα χάσει, εκείνος ανασυγκροτούνταν μέσα μου τόσο ιδιότυπα και τόσο αιφνιδιαστικά, ήταν δε τόσο συγκινητικό να νιώθω πως βρισκόταν πλέον μόνο εκεί, πως η λαχτάρα μου να υπηρετήσω την εκεί ύπαρξή του, να εμβαθύνω σ’ αυτήν και να την εγκωμιάσω, έπαιρνε το πάνω χέρι σχεδόν την ίδια στιγμή που υπό άλλες συνθήκες ο πόνος θα είχε ήδη επιτεθεί στην ψυχή μου και θα την είχε ερημώσει. Όταν σκέφτομαι πόσο αγαπούσα τον πατέρα μου – παρότι μας ήταν σχεδόν αδύνατον να καταλάβουμε και να αποδεχτούμε ο ένας τον άλλον! Όταν ήμουν παιδί οι σκέψεις μου συχνά έχαναν τον δρόμο τους και η καρδιά μου πάγωνε στη σκέψη και μόνο πως κάποια μέρα θα έπαυε να υπάρχει· μου φαινόταν πως η ύπαρξή μου (αυτή η ύπαρξη που ήταν εξαρχής στραμμένη προς μια εντελώς άλλη κατεύθυνση!) εξαρτιόταν τόσο πολύ απ’ αυτόν, που στα μύχια της ψυχής μου η απώλεια του ισοδυναμούσε με τον δικό μου αφανισμό…

Ο θάνατος όμως είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη φύση της αγάπης, που διόλου δεν την αντικρούει (φτάνει μονάχα να είναι συνγνωστός και να μην μας μπερδεύουν οι ασχήμιες και οι υποψίες που του έχουν φορτώσει). Εξάλλου πού αλλου θα μπορούσε να απωθήσει εκείνος αυτό το ‘Ενα, που άφατο το κρατήσαμε στην καρδιά μας, αν όχι μέσα στην ίδια την καρδιά; Που αλλού αν όχι μέσα μας θα ήταν πιο ασφαλής η “ιδέα” τούτου του αγαπημένου πλάσματος, η ακατάπαυστη επενέργεια, η ανέκαθεν κρυφή επίδρασή του (διότι πως θα μπορούσε αυτή να πάψει να υφίσταται, αφού ανεξαρτητοποιήθηκε σταδιακά απ’ το απτό παρόν του, καθώς αυτό το πλάσμα ζούσε μαζί μας). Πού μπορούμε να την πλησιάσουμε περισσότερο, που να τη γιορτάσουμε αγνότερα, πότε να την υπακούσουμε καλύτερα, αν όχι όταν προβάλει δεμένη με τις δικές μας τις φωνές, σάμπως η καρδιά μας να είχε ανακαλύψει μια καινούρια γλώσσα, ένα καινούργιο τραγούδι, μια καινούρια δύναμη! Προσάπτω σ’ όλες τις σύγχρονες θρησκείες το ότι παρέχουν στους πιστούς τους παρηγοριές και ωραιοποιήσεις του θανάτου, αντί να εφοδιάσουν τις ψυχές τους με τα μέσα εκείνα που θα τους επέτρεπαν να τον αντέξουν και να επικοινωνήσουν μαζί τους. Με κείνον, με τη φρίκη του σ’ όλη της την έκταση και την πληρότητα: ετούτη η φρίκη είναι τόσο τρανή, που φτάνοντάς την ακριβώς ο κύκλος κλείνει: αυτή αγγίζει και πάλι τις παρυφές μιας ηπιότητας τόσο μεγάλης, τόσο αγνής και απόλυτα διαυγούς (κάθε παρηγοριά είναι θολή!) που ποτέ δεν θα φανταζόμασταν όμοιά της, ούτε την πιο γλυκιά ανοιξιάτικη μέρα. Αλλά για να βιώσει τη βαθύτατη τούτη ηπιότητα, που σιγά – σιγά θα μπορούσε να διαποτίσει τη ζωή και να την κάνει διάφανη, φτάνει να την πίστευαν μερικοί μονάχα ανάμεσά μας με σταθερότητα: για να βιώσει τούτη τη πλουσιότατη και ακέραια ηπιότητα η ανθρωπότητα δεν έκανε ποτέ ούτε ένα βήμα, εκτός ίσως στην αυγή της ιστορίας της, στις αθώες εκείνες εποχές που τα μυστικά τους έχουν πια χαθεί. Είμαι σίγουρος πως η κάθε “μύηση” που τελέστηκε ποτέ δεν είχε άλλο σκοπό παρά να μεταδώσει στην επόμενη γενιά ένα “κώδικα” που θα της επέτρεπε να διαβάσει τη λέξη “θάνατος” χωρίς άρνηση. Όπως η σελήνη έτσι και η ζωή πρέπει σίγουρα να έχει και μια πλευρά πάντα σκοτεινή για μας, που δεν είναι το αντίθετό της, αλλά το κομμάτι εκείνο που τη συμπληρώνει οδηγώντάς την στην ολοκλήρωση, στην αρτιότητα, στην αληθινή, ακέραιη και πλήρη σφαίρα του είναι.

Δεν θα έπρεπε να φοβόμαστε πως δεν είμαστε αρκετά δυνατοί για να αντέξουμε την εμπειρία του θανάτου, του οποιουδήποτε θανάτου, ακόμη κι αν είναι ο θάνατος του πιο κοντινού μας ανθρώπου ή ο πιο φρικτός που μπορούμε να φανταστούμε· ο θάνατος δεν υπερβαίνει τις δυνάμεις μας, είναι απλώς το σημάδι στο χείλος του δοχείου: κάθε φορά που το φτάνουμε, είμαστε πλήρεις, και πληρότητα σημαίνει (για μας) βάρος… αυτό είναι όλο.

Δεν εννοώ πως πρέπει να αγαπάμε το θάνατο· τη ζωή όμως πρέπει να την αγαπάμε τόσο γενναιόδωρα, χωρίς υπολογισμούς και επιλεκτικότητα, έτσι ώστε να τον συμπεριλαμβάνουμε και αυτόν στο διηνεκές, να τον αγαπάμε μαζί της (αυτόν που είναι η σκοτεινή πλευρά της), έτσι όπως συμβαίνει άλλωστε κάθε φορά μες στις πλατιές κινήσεις της αγάπης, που είναι ασυγκράτητες και δεν γνωρίζουν σύνορα! Μόνο και μόνο επειδή σε μιαν απρόσμενη ροπή της σκέψης μας τον αποκλείσαμε, άρχισε ο θάνατος να μας φαίνεται όλο και πιο ξένος, και επειδή τον κρατήσαμε αποξενωμένο, έγινε εχθρός μας.

Μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει πως ο θάνατος είναι απείρως πιο κοντινός για μας απ’ τη ζωή την ίδια… Τι ξέρουμε εμείς γι’ αυτά; Η προσπάθεια μας (με τα χρόνια αυτό μου ξεκαθαριζόταν ολοένα και περισσότερο, ενώ η δουλειά μου ίσως πια να έχει τούτο τον ένα και μοναδικό σκοπό και την αποστολή, να αποτελέσει μαρτυρία τούτης της επίγνωσης που τόσο συχνά με κυριεύει απρόσμενα, πάντοτε αμερόληπτα και ανεξάρτητα… ίσως με μια διάσταση οραματική, αν δεν ηχεί αυτό πολύ αλαζονικό…), η προσπάθειά μας λοιπόν δεν μπορεί παρά να θεωρεί εντέλει δεδομένη την ενότητα ζωής και θανάτου, έτσι ώστε σταδιακά να μας την αποδείξει. Προκατειλημμένοι καθώς είμαστε εναντίον του θανάτου, δεν κατορθώνουμε να τον απελευθερώσουμε απ’ τις παραμορφώσεις του… Πρέπει να το πιστέψετε πως είναι ο φίλος, ο πιο πιστός μας φίλος, ίσως ο μόνος που δεν ξεγελιέται ποτέ απ’ τη συμπεριφορά μας και τις ταλαντεύσεις μας… Όχι βεβαίως όπως τον εννοούν οι αισθηματίες και οι ρομαντικοί, που τον βλέπουν ως άρνηση της ζωής, ως το αντίθετό της, αλλά φίλος τη συγκλονιστική εκείνη στιγμή που με πάθος αποδεχόμαστε το εδώ, η δράση, τη φύση, την αγάπη…

Για όσους είναι διαρκώς βυθισμένοι στην οδύνη, υπάρχει μια και μόνο διέξοδος: να σηκώσουν την ίδια την οδύνη και να την ανεβάσουν στο βλέμμα τους κάνοντάς την έτσι αρωγό στον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα.

Η σοφία του Ρίλκε, Πατάκη