Κάθε παιδί γεννιέται διψασμένο για αγάπη, τρυφερότητα, ασφάλεια. Όταν αυτή η αγάπη δίνεται, χαράσσει μέσα του ένα ζωντανό αποτύπωμα. Όταν λείπει, η απουσία της γίνεται μια πληγή που αναζητά κάλυψη. Σε κάθε περίπτωση, η παιδική μας ψυχή κρατά αυτά τα πρόσωπα—τους γονείς, τους φροντιστές—ως κεντρικά σημεία αναφοράς. Μα καθώς μεγαλώνουμε, κάτι ξεθωριάζει: αντιλαμβανόμαστε πως η αγάπη που νιώσαμε, ή η αγάπη που μας έλειψε, δεν μπορεί να επιστραφεί με τον τρόπο που την αποζητούμε.
Κι έτσι γεννιέται η φαντασίωση. Στη φαντασία μας, το χαμένο αντικείμενο γίνεται τέλειο. Σκαλίζουμε την απώλεια με τα χέρια της φαντασίας μας, πλάθοντας μορφές ιδανικές. Το πρόσωπο που μας αγάπησε ή που δεν μας αγάπησε, γίνεται κάτι που κυνηγάμε για πάντα: σε συντρόφους, φίλους, σχέσεις, ρόλους. Μια σκιώδης φιγούρα που ποτέ δεν γεμίζει το κενό, όσο και να προσπαθούμε.
Αυτός ο κύκλος όμως, μας αφήνει σε μια αέναη αναζήτηση. Το “ιδανικό” που φανταζόμαστε δεν υπάρχει. Ό,τι κι αν βρούμε, δεν μας ικανοποιεί. Και τότε, η πραγματικότητα μας καλεί να σταματήσουμε. Να σταθούμε, να κοιτάξουμε την έλλειψη κατάματα. Να πούμε: “Ναι, μου λείπει κάτι. Κι όμως, μπορώ να υπάρχω.”
Η αποδοχή της έλλειψης είναι η πιο δύσκολη και ταυτόχρονα η πιο απελευθερωτική πράξη. Όταν κατανοήσουμε πως η αλήθεια μας δεν χρειάζεται να γεμίσει κάθε κενό, βρίσκουμε τη δύναμη να αφήσουμε πίσω τη φαντασίωση. Αντί να περιμένουμε από τους άλλους να γίνουν το “χαμένο αντικείμενο”, τους επιτρέπουμε να είναι αυτό που είναι. Αντί να ψάχνουμε την τελειότητα, αρχίζουμε να εκτιμάμε την αυθεντικότητα.
Η αποδοχή της έλλειψης δεν σημαίνει παραίτηση. Σημαίνει πως επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είναι άνθρωπος: με τις αδυναμίες του, με τα τραύματα και τις χαρές του. Είναι το σημείο όπου το ανικανοποίητο πένθος μετατρέπεται σε γόνιμο έδαφος για ανάπτυξη. Εκεί, ανακαλύπτουμε πως δεν χρειάζεται να είμαστε τέλειοι. Είμαστε ήδη ολόκληροι, γιατί η πληρότητά μας δεν βρίσκεται στην έλλειψη που καλύψαμε, αλλά στη σχέση που χτίζουμε με αυτήν.
Όταν αποδεχτούμε την έλλειψη, οι σχέσεις μας αλλάζουν. Δεν προσεγγίζουμε τους άλλους με την απαίτηση να γεμίσουν τα δικά μας κενά. Δεν τους ζητάμε να είναι κάτι που δεν είναι. Τους βλέπουμε ως ανθρώπους, με τα δικά τους όνειρα, τις δικές τους αλήθειες. Και αν αυτές οι αλήθειες μπορούν να συναντήσουν τις δικές μας, τότε γεννιέται μια σχέση που ανθίζει, όχι μέσα από εξαρτήσεις, αλλά μέσα από την ελευθερία και τη δημιουργικότητα.
Η αποδοχή μας γεμίζει ευγνωμοσύνη. Κατανοούμε πως κάθε σχέση, κάθε στιγμή, είναι ένα δώρο. Δεν απαιτούμε τελειότητα, αλλά χαιρόμαστε τη μοναδικότητα. Και μέσα σε αυτή τη χαρά, νιώθουμε ζωντανοί.
Η αποδοχή της έλλειψης μας απελευθερώνει από τον φόβο της απώλειας. Δεν φοβόμαστε πια να χάσουμε, γιατί κατανοούμε πως τίποτα δεν μπορεί να μας στερήσει την αλήθεια μας. Νιώθουμε ανοιχτοί στη χαρά, όχι γιατί είμαστε παντοδύναμοι, αλλά γιατί αποδεχόμαστε την ευαλωτότητά μας. Είμαστε άνθρωποι, κι αυτό είναι αρκετό.
Με αυτή την κατανόηση, ζούμε τις σχέσεις μας με σεβασμό—για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Τα πρόσωπα του παρελθόντος παίρνουν τη θέση τους στην καρδιά μας, όχι πια ως ειδωλοποιημένες φιγούρες, αλλά ως άνθρωποι που μας βοήθησαν να γίνουμε αυτό που είμαστε. Η εξάρτηση δίνει τη θέση της στην αγάπη. Και η αγάπη, απαλλαγμένη από προσδοκίες, μας γεμίζει φως.
Όταν αφήνουμε την αυταπάτη της τελειότητας, γεννιόμαστε ξανά. Γινόμαστε ζωντανοί. Νιώθουμε πως έχουμε το δικαίωμα να ζήσουμε, να δημιουργήσουμε, να αγαπήσουμε. Και μέσα σε αυτή την αλήθεια, βρίσκουμε την ειρήνη που τόσο αναζητούσαμε.