Μπροστά από το σπίτι στέκεται ένας άνθρωπος, μια ψυχή ανήσυχη, γεμάτη λαχτάρα να μπει, να βρει την είσοδο και μαζί της μια θέση για ηρεμία και αποδοχή. Χτυπά με αγωνία, χτυπά ξανά και ξανά, με τη φωνή του να σπάει τη σιωπή, ικετεύοντας σχεδόν:
Η απόγνωση τον κατακλύζει. Μια ανεξήγητη αίσθηση ενοχής τυλίγει το μυαλό του. Φοβάται. Θυμώνει. Ο θυμός δεν είναι τόσο προς τους άλλους όσο προς τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί δεν μπορώ να βρω την είσοδο; Γιατί δεν τα καταφέρνω;
Και τότε, σαν μια ανατολή που έρχεται αθόρυβα μετά από μια μακριά νύχτα, η πόρτα υποχωρεί. Το φως του σπιτιού αγκαλιάζει τη φιγούρα του, και από μέσα ακούγεται μια φωνή ήρεμη, γεμάτη κατανόηση:
Η φωνή του ατόμου που στεκόταν απ’ έξω τρέμει, όχι από τον φόβο πλέον, αλλά από την αλήθεια που ξεπροβάλλει από μέσα του:
Και έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνει όσα είχε νιώσει.
Το ταξίδι του προς την αλήθεια ήταν μακρύ, γεμάτο εμπόδια, αλλά και στιγμές αναλαμπής. Ανακάλυψε ότι οι σκέψεις του για τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, ακόμα και οι μνήμες του, είχαν γίνει σαν καθρέφτες παραμορφωτικοί. Ήταν φυλακισμένος σε μια εικόνα που είχε πλάσει ο ίδιος για τον εαυτό του – μια εικόνα γεμάτη φόβο και ανασφάλεια.
Ο τόνος του αλλάζει καθώς μιλάει για τη διαδρομή του. Είναι σαν να ξαναζεί τον πόνο, αλλά αυτή τη φορά με αποδοχή.
Μια σιωπή γεμίζει τον χώρο, όχι όμως άβολη. Σαν οι λέξεις του να φωτίζουν κάτι κοινό για όλους.
Ο λόγος του γεμίζει ενσυναίσθηση, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους.
Μια ζεστασιά απλώνεται ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, σαν να αναγνωρίζουν όλοι τον δρόμο που περιγράφει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί από τη μοναξιά στην αυθεντική επαφή.
Ο τόνος του είναι πλέον γαλήνιος. Δεν χρειάζεται πια να φωνάζει. Έχει βρει τον δρόμο προς την είσοδο – όχι μόνο του σπιτιού, αλλά και του ίδιου του εαυτού του.