Ανταπόκριση στην επικοινωνία
7 Φεβρουαρίου 2020
Πρέπει να μονοιάσουμε για να πάει μπροστά τούτος ο τόπος
8 Φεβρουαρίου 2020

Να δεχτούμε κάθε πλευρά της αλήθειάς μας

Μπροστά από το σπίτι στέκεται ένας άνθρωπος, μια ψυχή ανήσυχη, γεμάτη λαχτάρα να μπει, να βρει την είσοδο και μαζί της μια θέση για ηρεμία και αποδοχή. Χτυπά με αγωνία, χτυπά ξανά και ξανά, με τη φωνή του να σπάει τη σιωπή, ικετεύοντας σχεδόν:

  • Γιατί δεν μου ανοίγετε; Γιατί δεν με ακούτε;

Η απόγνωση τον κατακλύζει. Μια ανεξήγητη αίσθηση ενοχής τυλίγει το μυαλό του. Φοβάται. Θυμώνει. Ο θυμός δεν είναι τόσο προς τους άλλους όσο προς τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί δεν μπορώ να βρω την είσοδο; Γιατί δεν τα καταφέρνω;

Και τότε, σαν μια ανατολή που έρχεται αθόρυβα μετά από μια μακριά νύχτα, η πόρτα υποχωρεί. Το φως του σπιτιού αγκαλιάζει τη φιγούρα του, και από μέσα ακούγεται μια φωνή ήρεμη, γεμάτη κατανόηση:

  • Σε περιμέναμε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή όλον αυτόν τον καιρό. Σ’ ακούγαμε να μας καλείς. Καταλαβαίναμε όμως ότι κάτι σε κρατούσε. Έπρεπε να λύσεις κάτι δικό σου για να μπορέσεις να μπεις.

Η φωνή του ατόμου που στεκόταν απ’ έξω τρέμει, όχι από τον φόβο πλέον, αλλά από την αλήθεια που ξεπροβάλλει από μέσα του:

  • Ήθελα τόσο πολύ να έρθω. Όμως, πριν από αυτό, έπρεπε να αντιμετωπίσω κάτι σημαντικό. Έπρεπε να βρω την αλήθεια μου.

Και έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνει όσα είχε νιώσει.

Το ταξίδι του προς την αλήθεια ήταν μακρύ, γεμάτο εμπόδια, αλλά και στιγμές αναλαμπής. Ανακάλυψε ότι οι σκέψεις του για τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, ακόμα και οι μνήμες του, είχαν γίνει σαν καθρέφτες παραμορφωτικοί. Ήταν φυλακισμένος σε μια εικόνα που είχε πλάσει ο ίδιος για τον εαυτό του – μια εικόνα γεμάτη φόβο και ανασφάλεια.

  • Αν ερχόμουν πριν βρω την αλήθεια μου, θα σας ζητούσα να γίνετε κάτι που δεν είστε. Θα σας πίεζα να αντανακλάτε τις δικές μου ανασφάλειες, τους φόβους μου, την ανάγκη μου να γεμίσω τα κενά μου.

Ο τόνος του αλλάζει καθώς μιλάει για τη διαδρομή του. Είναι σαν να ξαναζεί τον πόνο, αλλά αυτή τη φορά με αποδοχή.

  • Έπρεπε να πενθήσω για όλα όσα έχασα. Να αποδεχτώ ότι μπορώ να είμαι καλά χωρίς αυτά. Να μάθω να στέκομαι μόνος μου. Αν δεν έβρισκα την πληρότητα μέσα μου, θα ήμουν εδώ, ζητώντας εξάρτηση, όχι σύνδεση.

Μια σιωπή γεμίζει τον χώρο, όχι όμως άβολη. Σαν οι λέξεις του να φωτίζουν κάτι κοινό για όλους.

  • Το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, ούτε η αδιαφορία, αλλά ο φόβος. Αν ερχόμουν με τον φόβο μου, θα σας έβλεπα παραμορφωμένα, μέσα από αυτόν. Θα σας κατηγορούσα για πράγματα που δεν σας άνηκαν. Θα μετέθετα σε εσάς όλα όσα ένιωσα για άλλους ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να δουν ποιος είμαι πραγματικά.

Ο λόγος του γεμίζει ενσυναίσθηση, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους.

  • Έπρεπε να μάθω να αγκαλιάζω τα συναισθήματά μου – τον φόβο, τον θυμό, τον πόνο. Αντί να τα αποφεύγω, τα έκανα δικά μου. Και έτσι μπόρεσα να νιώσω ελεύθερος. Τώρα μπορώ να είμαι εδώ μαζί σας, να συνδεθώ με τρόπο ειλικρινή, σεβόμενος εμένα και εσάς.

Μια ζεστασιά απλώνεται ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, σαν να αναγνωρίζουν όλοι τον δρόμο που περιγράφει. Είναι ο δρόμος που οδηγεί από τη μοναξιά στην αυθεντική επαφή.

  • Η ευγνωμοσύνη, συνεχίζει, είναι το θεμέλιο της σύνδεσης. Είμαι ευγνώμων για αυτά που έχω, για όσα μοιράζομαι, για όσα δέχομαι. Και αυτό το ταξίδι, όσο δύσκολο κι αν ήταν, με έφερε εδώ, έτοιμο να ανοίξω την καρδιά μου.

Ο τόνος του είναι πλέον γαλήνιος. Δεν χρειάζεται πια να φωνάζει. Έχει βρει τον δρόμο προς την είσοδο – όχι μόνο του σπιτιού, αλλά και του ίδιου του εαυτού του.

Αγγελική Μπολουδάκη