Και όταν θες να ζήσεις, αγάπα το είναι σου
31 Μαΐου 2019Κάθε ρυτίδα του προσώπου μας…
1 Ιουνίου 2019
Ο τρόπος που αγαπάμε αντικατοπτρίζει τον τρόπο που θα θέλαμε να αγαπηθούμε,
ζητάμε να μας αγαπήσουν όπως θα θέλαμε να είχαμε αγαπηθεί.
Στην πραγματικότητα, ο τρόπος που αγαπάμε συχνά αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε την αγάπη και αυτό που ελπίζουμε να λάβουμε από αυτήν. Η επιθυμία μας να αγαπηθούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο συνδέεται άμεσα με το πώς νιώσαμε ότι μας αγάπησαν ή πώς δεν μας αγάπησαν στις πρώτες εμπειρίες της ζωής μας – κυρίως μέσα από τους γονείς ή άλλους σημαντικούς ανθρώπους της παιδικής μας ηλικίας.
Από μικρή ηλικία, μαθαίνουμε τι σημαίνει αγάπη μέσα από το οικογενειακό και κοινωνικό μας περιβάλλον. Εάν μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον όπου η αγάπη συνοδευόταν από προσοχή, κατανόηση και υποστήριξη, είναι πιο πιθανό να αγαπάμε με τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη, αν η αγάπη συνοδευόταν από έλλειψη συναισθηματικής δέσμευσης, σύνδεσης, αφοσίωσης και προτεραιότητας, μπορεί υποσυνείδητα να την αναζητούμε με τους ίδιους όρους, ακόμα κι αν αυτό δεν μας ικανοποιεί. Έτσι, η αγάπη δεν είναι απλώς μια αμοιβαία αλληλεπίδραση συναισθημάτων, όπου υπάρχει σύνδεση και ωρίμανση μέσα από τη σχέση, αλλά ένα μοτίβο συμπεριφοράς που «κουβαλάμε» και εκφράζουμε μέσα στις σχέσεις μας, είτε θετικά είτε αρνητικά.
Στη ζωή μας, οι περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν κάποιον που μπορεί να καλύψει τα συναισθηματικά τους κενά ή τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους από το παρελθόν. Γι’ αυτό και ο τρόπος που αγαπάμε μπορεί να μοιάζει με μια ασυνείδητη πρόσκληση προς τους άλλους να μας αγαπήσουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, σύμφωνα με αυτά που πιστεύουμε ότι είναι αγάπη ή με αυτά που θεωρούμε πως μας «λείπουν». Συχνά ζητάμε να μας αγαπήσουν όπως θα θέλαμε να είχαμε αγαπηθεί, γιατί πιστεύουμε ότι έτσι θα νιώσουμε ολοκληρωμένοι ή ότι θα καλυφθούν οι αδυναμίες μας.
Αν, για παράδειγμα, οι αδυναμίες και οι ελλείψεις των δικών μας ανθρώπων μας έκαναν να αμφιβάλλουμε για το αν είμαστε άξιοι να αγαπηθούμε για αυτό που είμαστε, αναζητούμε την αποδοχή. Καταφεύγουμε σε ανθρώπους που μας αποδέχονται, ακόμα κι αν λειτουργούμε ανώριμα ή μη ισότιμα. Μας αποδέχονται όμως, με την έννοια ότι δεν μας κρίνουν, όχι επειδή μας «βλέπουν», αλλά επειδή είναι το ίδιο ή και περισσότερο ανώριμοι και, επομένως, δεν δίνουν σημασία σε συμπεριφορές που επηρεάζουν τον τρόπο που σχετιζόμαστε, γιατί εξυπηρετεί τη δική τους ανωριμότητα. Όταν αρχίζουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και να εκτιμούμε την αξία μας, τα κριτήριά μας αλλάζουν. Επιλέγουμε ανθρώπους για τους οποίους η ικανότητα για δέσμευση και σύνδεση είναι δεδομένη. Δεν έχουμε πλέον ανάγκη την αποδοχή και δεχόμαστε την κριτική όταν δεν λειτουργούμε ισότιμα στη σχέση. Οι άνθρωποι που αποδέχονται κάθε λάθος μας, ακόμα και στον τρόπο που δεσμευόμαστε, δεν σημαίνει ότι είναι ικανοί να ασχοληθούν ουσιαστικά με τη σχέση. Όσοι όμως έχουν την ικανότητα να δεσμεύονται, ακόμα κι αν κρίνουν τις ανώριμες συμπεριφορές μας, μας κάνουν να νιώθουμε αποδεκτοί, επειδή καταλαβαίνουμε ότι νοιάζονται. Άρα, στο συναίσθημά τους, αναγνωρίζουμε πως έχουμε αξία.
Συνειδητοποιώντας τις προσδοκίες και τα μοτίβα μας, μπορούμε να μεταμορφώσουμε την αγάπη μας σε κάτι πιο αυθεντικό και συνειδητό. Αντί να περιμένουμε από τους άλλους να μας αγαπήσουν όπως θα θέλαμε, μπορούμε να μάθουμε να αγαπάμε με τρόπο πιο ώριμο και πλήρη, που δεν πηγάζει από τα κενά του παρελθόντος, αλλά από μια βαθύτερη και πραγματική κατανόηση του τι σημαίνει η αγάπη.
Τελικά, ο τρόπος που αγαπάμε και επιθυμούμε να αγαπηθούμε αποτελεί ένα ταξίδι αυτογνωσίας, όπου η αγάπη παύει να είναι ανάγκη επιβεβαίωσης και γίνεται μια αμοιβαία, ελεύθερη αλληλεπίδραση συναισθημάτων, χάρη στην οποία η σύνδεση ωριμάζει και αναπτύσσει.Αγγελική Μπολουδάκη