Κάθε φορά που βρίσκω τον εαυτό μου να κατακρίνει τον θυμό κάποιου, σταματώ και θυμάμαι – θυμάμαι πόσο βαθιά θυμωμένη υπήρξα εγώ κάποτε. Θυμάμαι πώς ο θυμός με τύλιγε σαν σύννεφο, δυσκολεύοντάς με να αναπνεύσω, και αναγνωρίζω πως κάθε θυμός κρύβει έναν πόνο που ίσως δεν έχουμε μάθει ακόμη να ακούμε.
Κάθε φορά που κρίνω έναν άνθρωπο που μοιάζει να μη σέβεται τον εαυτό του, έρχομαι αντιμέτωπη με τον δικό μου αγώνα για αυτοσεβασμό. Θυμάμαι τις φορές που πάλευα με τις σκιές μου, αναζητώντας τη φωνή μου σε έναν κόσμο που με έκανε να αμφιβάλλω. Κι έτσι, αντί να κρίνω, βλέπω τον άνθρωπο αυτόν με κατανόηση, αναγνωρίζοντας τη μάχη που ίσως δίνει σιωπηλά.
Κάθε φορά που βρίσκω τον εαυτό μου να επικρίνει εκείνους που δεν υπολογίζουν την αξία τους, μια ματιά στο παρελθόν μου αρκεί για να με γυρίσει στις στιγμές που και εγώ έχασα τον δρόμο μου. Στιγμές που προσπαθούσα να αποδείξω την αξία μου σε άλλους, ενώ η δική μου ψυχή εκλιπαρούσε για αποδοχή από εμένα την ίδια. Αναγνωρίζω την οδύνη αυτής της πάλης και βλέπω τον άλλον με μια τρυφερότητα που ξεκινά από την κατανόηση του εαυτού μου.
Κάθε φορά που κρίνω έναν άνθρωπο για τα λάθη του, θυμάμαι τα δικά μου λάθη, εκείνα που ακόμη πασχίζω να συγχωρήσω. Βλέπω πώς τα λάθη μας είναι μαθήματα, γεμάτα ευκαιρίες για κατανόηση και εξέλιξη. Και αντί να επικρίνω, δίνω χώρο – σε εκείνον και σε εμένα – να μάθουμε, να αναπτυχθούμε, να γιατρευτούμε.
Κάθε φορά που χαρακτηρίζω κάποιον, μια φωνή μέσα μου μου ψιθυρίζει να θυμηθώ. Να θυμηθώ τους χαρακτηρισμούς που κάποτε άλλοι φόρτωσαν στις πλάτες μου και πώς τους κουβάλησα σαν βαριά κληρονομιά. Όταν αναγνωρίζω αυτή τη μνήμη, αφήνω σιγά σιγά την ανάγκη μου να ορίζω τους άλλους – και μαζί της, την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να τους αλλάξω. Αντίθετα, επιλέγω να αλλάξω τον εαυτό μου, να αποδεχτώ την ελευθερία που φέρνει η αυθεντική αποδοχή.
Κάθε φορά που λέω, «Πώς είναι δυνατόν να το κάνει αυτό στον εαυτό του;», γυρίζω πίσω στις στιγμές που ανέχτηκα κι εγώ πράγματα που με πλήγωσαν. Συγχωρώ εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου και νιώθω ευγνωμοσύνη για τη δύναμη που έχω σήμερα να λέω «όχι». Επιτρέπω στους άλλους να ζήσουν τις δικές τους εμπειρίες, να αντλήσουν τα δικά τους μαθήματα, όταν και όπως είναι έτοιμοι.
Κάθε φορά που επικρίνω κάποιον που εξαπατά, θυμάμαι τις στιγμές που, από αγάπη ή ανάγκη, έπαιξα τον ρόλο του σωτήρα. Θυμάμαι πόσο μάταια ήταν η ελπίδα ότι, σώζοντας τους άλλους, θα έβρισκα την εκτίμηση που ζητούσα. Αναγνωρίζω τώρα ότι η πραγματική σύνδεση δεν χρειάζεται ρόλους, ούτε σωτήρες, αλλά αυθεντικότητα και σεβασμό.
Κάθε φορά που δικαιολογώ την αντίσταση κάποιου στην ανάπτυξή του, έρχομαι αντιμέτωπη με τη δική μου αντίσταση. Κι έτσι, αναλαμβάνω την ευθύνη να προχωρήσω – όχι με κριτική ή πίεση προς τους άλλους, αλλά με αφοσίωση στη δική μου ανάπτυξη.
Κάθε φορά που επικρίνω έναν άνθρωπο για τη δυσκολία του να συνδεθεί, συνειδητοποιώ ότι ακόμη και η κριτική είναι μια μορφή αλληλεπίδρασης. Θυμάμαι τη μοναξιά που ένιωθα όταν δεν μπορούσα να συνδεθώ και αφήνομαι στις σχέσεις που τρέφουν τη σύνδεση, που αναπτύσσουν τη βαθύτερη οικειότητα.
Κάθε φορά που νιώθω την ανάγκη να κρίνω έναν άλλον άνθρωπο, θυμάμαι πως ίσως αποφεύγω κάτι δικό μου. Κάθε φορά που έχω το θάρρος να το κοιτάξω κατάματα, συνδέομαι πιο βαθιά με τον εαυτό μου. Δίνω όλη μου την ενέργεια για να τον κατανοήσω, να τον αγκαλιάσω, να τον βοηθήσω να αναπτυχθεί – γιατί γνωρίζω πως, όταν συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου, μπορώ πραγματικά να προσφέρω στους άλλους.