Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι΄συ!
1 Μαΐου 2019
Θα περάσει κι αυτό…
2 Μαΐου 2019

Της Μεγάλης Βδομάδας

Πετάχτηκε από το κρεβάτι τρομαγμένη, πωπω, είχε αργήσει και έπρεπε να κάνει τα τσουρέκια, είχε να πάει και στις νονές των παιδιών της σήμερα, πώς θα τα προλάβαινε όλα;
Άναψε το φως στην κουζίνα με τα ντουλάπια από φορμάικα, άναψε και τον φούρνο να προθερμανθεί. Πήρε την λαχανί λεκανίτσα, την αγαπημένη της, ζέστανε νερό, άνοιξε το αλεύρι , χύθηκε το μισό έξω, περίεργο έτρεμαν τα χέρια της, να το κοιτούσε αυτό όταν θα έβρισκε χρόνο, ούτε τριάντα πέντε χρονών δεν ήταν, τι στο καλό!
Μέχρι να αρχίσει το ζύμωμα τακτοποίησε και τα αβγά στον πάγκο, αργότερα θα τα έβαφε, είχε αγοράσει εξήντα από την λαϊκή την προηγούμενη, την κοίταξε περίεργα ο αβγουλάς.
Τι τον ένοιαζε αυτόν, να πουλήσει δεν ήθελε;, εξήγηση θα του έδινε; Είχε μικρά παιδιά , τσούγκριζαν καμιά δεκαριά τη μέρα , το’χαν για παιχνίδι, εξήντα και λίγα ήταν μη σου πω, και κείνη χατίρι δεν τους χαλούσε.
Όταν πια ιδρωμένη σκέπασε το ζυμάρι να ‘φουσκώσει’ , έκανε καφέ να τον πιει με την ησυχία της, είχε πάει εφτά και άνοιξε τα στόρια, μαύρα σκοτάδια την υποδέχτηκαν, γιατί δεν είχε ξημερώσει ακόμη;
Είδε την βροχή να πέφτει με λύσσα στο δρόμο, σε καλό του!, τι Πάσχα ήταν τούτο και φέτο, τα δέντρα πηγαινοέρχονταν σαν τρελά, σε καλό του!, το κρύο την τύλιξε, να άναβε άραγε καλοριφέρ;

Από την κάμαρα μέσα, εκείνη που ήταν το δωμάτιο του μεγάλου της πριν φύγει για το διδακτορικό στην Αμερική, ακούστηκε ένας γνωστός ήχος, τι ήταν; , να δεις τι ήταν αυτό… Κινήθηκε προς τα πέρα, το γαλάζιο φως αναβόσβηνε, της το είχαν μάθει πολύ καλά, ένα κουμπί μόνο πατούσε και … ωπ!, στην οθόνη το πρόσωπο ενός άνδρα με γκρίζα μαλλιά… γνωστό της ήταν.
– Έλα μάνα, τι κάνεις; Της φώναξε, μπαααα, σε καλό του, αυτή είχε μικρά παιδιά, ποιος να ήταν τούτος ο μεσήλικας;
Για κάποιο λόγο δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει, του είπε πως ήταν καλά, πως έφτιαχνε τσουρέκια, θα έβαφε και τα αβγά σε λίγο.

– Ποια αβγά, τι τσουρέκια, ρε μάνα! Έβαλε τις φωνές εκείνος. Γενάρη μήνα έχουμε, πού είναι ο πατέρας, πάλι μόνη σ’άφησε;
Κόντεψαν να την πιάσουν τα κλάματα, γιατί τη μάλωνε ο άγνωστος; Παντόφλες που σέρνονταν στο διάδρομο ακούστηκαν και ένας γέρος μπήκε στο γραφείο του μεγάλου της.
– Έλα , αγόρι μου, με πήρε λίγο ο ύπνος, και την αγκάλιασε, της φόρεσε τη ρόμπα, ‘θα πουντιάσεις’ τη μάλωσε τρυφερά. Είστε όλοι καλά; Φώναξε σαν να ήθελε να καλύψει την απόσταση με τη Νέα Υόρκη.
Ο μεσήλικας κούνησε το κεφάλι του, τα μάτια του γυάλιζαν.
– Σου είπα να πάρεις μια γυναίκα να την προσέχει… Τσουρέκια έφτιαχνε… θα έβαφε και αβγά…
Έβηξε ο γεράκος, τέλειωσε το κούμπωμα της ρόμπας της.
– Εμείς τώρα θα κάνουμε Πάσχα, εσείς κοιτάξτε να είστε καλά.
Την αγκάλιασε.
– Έλα, κουκλάρα μου, να σε βοηθήσω με τα κόκκινα αβγά.

Του χαμογέλασε. Να δεις που από κάπου τον ήξερε αυτόν και ήταν καλός άνθρωπος.

Μαίρη Κόντζογλου -Τσιαχτσίρη

Ευχαριστώ: https://www.facebook.com/Hzoimasmiavolta/?tn-str=k*F