Ένα βαθύ και υπαρξιακό ζήτημα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους: η αίσθηση μοναξιάς, η αμυντική στάση απέναντι στις σχέσεις και την ψυχολογική ανασφάλεια που μπορεί να συνοδεύει αυτές τις καταστάσεις. Πρόκειται για το δίλημμα που βιώνουν όσοι από μικρή ηλικία έχουν μάθει να βασίζονται στον εαυτό τους, να κλείνονται στον εσωτερικό τους κόσμο και να αντιλαμβάνονται τον έλεγχο ως ελευθερία.
Ο φόβος του ανοίγματος και η αίσθηση ασφάλειας στη μοναξιά
Όταν κάποιος μεγαλώνει με την αντίληψη ότι πρέπει να είναι αυτάρκης, ότι δεν μπορεί να βασιστεί σε άλλους, αυτή η στάση γίνεται συνήθεια και ενδεχομένως αμυντικός μηχανισμός. Ο φόβος της απογοήτευσης ή της απόρριψης από τους άλλους μπορεί να είναι τόσο έντονος, που το άτομο επιλέγει τη μοναξιά ως ένα τρόπο να προστατευτεί. Αυτό, βέβαια, δεν είναι αληθινή ελευθερία. Είναι μια ψευδαίσθηση ελέγχου, που βασίζεται στην ανάγκη του ατόμου να προστατεύσει τον εαυτό του από τον πόνο και την ευαλωτότητα.
Η μοναξιά σε αυτή την περίπτωση μοιάζει με μια ασφάλεια που το άτομο έχει μάθει να αγκαλιάζει, ίσως επειδή από παιδί δεν είχε την ευκαιρία να εμπιστευτεί άλλους ή να νιώσει ασφάλεια σε ανθρώπινες σχέσεις. Όσο παραμένει σε αυτό το “κουτί” σκέψης και συμπεριφοράς, αναπαράγει ένα μοτίβο απομόνωσης που τον/την κρατά δέσμιο, ακόμα κι αν αυτό το ονομάζει ελευθερία. Η “στατικότητα” γίνεται σαγηνευτική, γιατί προσφέρει προβλέψιμο και σταθερό περιβάλλον.
Ο έλεγχος ως εμπόδιο στη χαρά του μοιράσματος
Το μοίρασμα, είτε σε προσωπικές σχέσεις είτε σε συνεργασίες, προϋποθέτει άνοιγμα και αποδοχή του άλλου. Χρειάζεται να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να “γίνει λίγο ο άλλος” δηλαδή να κατανοήσει και να δεχτεί τη διαφορετική προοπτική του άλλου. Αυτό το άνοιγμα είναι συχνά το πιο δύσκολο βήμα για κάποιον που έχει μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του. Η αίσθηση ότι χάνει τον έλεγχο και η αβεβαιότητα που προκύπτει από το συναισθηματικό άνοιγμα μπορεί να προκαλέσουν πανικό ή άγχος.
Όμως, η απόλυτη εμμονή στον έλεγχο είναι τελικά εμπόδιο στην αληθινή ελευθερία. Είναι σκλαβιά γιατί δεν επιτρέπει στο άτομο να βιώσει τη χαρά που έρχεται από τη σύνδεση με άλλους ανθρώπους. Η σχέση, είτε ερωτική, είτε φιλική, είτε επαγγελματική, μπορεί να φέρει χαρές που μόνο μέσω του μοιράσματος γίνονται εφικτές. Αντί να βλέπει την ένωση ως απειλή, το άτομο χρειάζεται να αναγνωρίσει ότι αυτή η ένωση μπορεί να απελευθερώσει και να διευρύνει την ύπαρξή του.
Το θάρρος της αλλαγής και η αποδοχή της ευαλωτότητας
Κάθε φορά που το άτομο επιχειρεί να ανοιχτεί συναισθηματικά, έρχεται αντιμέτωπο με τα εσωτερικά του εμπόδια, τα “κουτάκια” που έχουν σχηματιστεί στη σκέψη του και το κρατούν εγκλωβισμένο. Η αλλαγή φέρνει άγχος και πανικό, γιατί προϋποθέτει την αποδοχή της ευαλωτότητας. Η ίδια η φύση του ανθρώπου, όμως, είναι να αλλάζει, να εξελίσσεται. Τα μοτίβα συμπεριφοράς που αποκτήθηκαν στο παρελθόν δεν πρέπει να γίνονται φυλακή, αλλά να αμφισβητούνται και να μεταμορφώνονται.
Όταν το άτομο μάθει να αναγνωρίζει τι το κάνει πραγματικά ευτυχισμένο, τι το συνδέει με τον εαυτό του και τι ελευθερώνει την καρδιά και το μυαλό του, τότε μπορεί να προσανατολιστεί σε σχέσεις και συνεργασίες που είναι υγιείς και αναζωογονητικές. Το μοίρασμα γίνεται φυσικό, και η ελευθερία που επιθυμεί γίνεται πιο εύκολα προσεγγίσιμη. Ακόμα κι αν κάποιες σχέσεις δεν έχουν διάρκεια, η εμπειρία τους φέρνει δύναμη και σοφία.
Η πραγματική ένωση με τη ζωή
Στο βάθος, η αληθινή ελευθερία δεν βρίσκεται στον έλεγχο, αλλά στην αποδοχή και στη ροή της ζωής. Όταν το άτομο αφήσει τους φόβους του και τολμήσει να ζήσει χωρίς την εμμονή του ελέγχου, τότε ανακαλύπτει την πραγματική του ελευθερία: τη χαρά της συνύπαρξης, της δημιουργικότητας και της συναισθηματικής ειλικρίνειας. Αυτή η κατάσταση του “ναι” στη ζωή επιτρέπει στο άτομο να αισθανθεί ενωμένο όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και με τους άλλους.
Η απομόνωση και η αυτάρκεια μπορεί να προσφέρουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, αλλά η πραγματική πληρότητα έρχεται όταν τολμάμε να ανοιχτούμε στις σχέσεις, στη ζωή και στις ευκαιρίες που προσφέρει η αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους.