Ασθενής: Έχω ανάγκη να μιλήσω με τη Μάρτα.
Εγώ: Έχεις ανάγκη;
Ασθενής: Ναι, μου είναι απαραίτητο.
Εγώ: Τι θα γινόταν αν δεν το έκανες;
Ασθενής: Λοιπόν… θα αισθανόμουν πολύ άσχημα.
Εγώ: Θα έμπαινε σε κίνδυνο η ύπαρξή σου;
Ασθενής: Ναι.
Εγώ: Δεν σε πιστεύω.
Ασθενής: Καλά… η ύπαρξή μου… όχι.
Εγώ: Σύγκρινε την “ανάγκη” σου για τη Μάρτα με την ανάγκη σου για οξυγόνο, για παράδειγμα.
Ασθενής: Βέβαια, έχει διαφορά.
Εγώ: Θα μπορούσες τότε να το πεις με άλλο τρόπο.
Ασθενής… θα ήθελα να μιλήσω με τη Μάρτα.
Εγώ: Άλλο.
Ασθενής: Είναι σημαντικό για μένα να μιλήσω με τη Μάρτα.
Εγώ: Άλλο.
Ασθενής: … Θα μου έκανε καλό να μιλήσω με τη Μάρτα.
Εγώ: Εδώ, μου εμφανίζεις πάλι την προκατάληψη. Θα σου έκανε καλό; Κι αν η Μάρτα σε στείλει στο διάολο; Θα σου έκανε κι αυτό καλό;
Ασθενής: Όχι, βέβαια. Αλλά εγώ θέλω να μιλήσω μαζί της.
Εγώ: Ξαναπές το αυτό.
Ασθενής: Θέλω να μιλήσω μαζί της.
Εγώ: Πως σου ακούγεται;
Ασθενής: Ωραία, πολύ ωραία.
Εγώ: Προσπάθησε να καταλάβεις αν, με πρόφαση τη φαινομενική σου ανάγκη, κρύβεσαι από τον εαυτό σου.
Όταν λες “έχω ανάγκη” δεν γίνεσαι υπεύθυνος. Η ανάγκη μοιάζει με κάτι που εδράζεται έξω από μένα. Κάτι με το οποίο δεν έχω καμία σχέση. Κάτι στο οποίο υποκύπτω επειδή μου είναι απαραίτητο.
Αντιθέτως, το “εγώ θέλω” είναι μια έκφραση που εμπλέκει όλο μου το είναι.
Το “εγώ θέλω” προϋποθέτει μια επιλογή.
Χόρχε Μπουκάι, Γράμματα στην Κλαούντια, opera