Το μικρό παιδί όταν ικανοποιείται θεωρεί τη μητέρα του καλή. Όταν στερείται κάτι από εκείνη, τη θεωρεί κακή. Τη διαχωρίζει σε καλή και σε κακή. Στη συνέχεια διαπιστώνει ότι η μητέρα που το αγαπά και η μητέρα που το ματαιώνει είναι το ίδιο πρόσωπο.
Ένα μικρό παιδί μπορεί να βιώσει είτε πολύ ευχάριστα είτε πολύ δυσάρεστα συναισθήματα. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις. Όταν νιώθει δυσάρεστα, φοβάται ότι μπορεί να βλάψει κάποιον με αυτά, κάτι που τον οδηγεί στη θλίψη. Θλίβεται γιατί φοβάται πως με τα δυσάρεστά του συναισθήματα, μπορεί να έβλαψε κάποιον, όπως πλήττεται εκείνος από αυτά. Αυτό τον κάνει είτε θλιμμένο είτε επιθετικό.
Το να μπορούμε να συνενώνουμε μέσα μας τις ευχάριστες με τις δυσάρεστες στιγμές και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν, χωρίς να εξιδανικεύουμε τα μεν ή να απορρίπτουμε τα δε, σημαίνει πως δημιουργούμε μέσα μας ένα ψυχικό χώρο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν όλα τα συναισθήματα χωρίς να επηρεαζόμαστε δραματικά η να καταστρεφόμαστε από αυτά. Μπορούμε να νιώθουμε θυμό, οργή, ενώ ταυτόχρονα διατηρούμε μια ολιστική εικόνα για το πρόσωπο ή την κατάσταση. Μπορούμε να νιώθουμε χαρά χωρίς να εξιδανικεύουμε, συνειδητοποιώντας ότι στο μαζί είναι η χαρά και δεν δίνουμε ούτε παίρνουμε από κάτι χαρά αποκομμένοι από αυτό.
Το μικρό ανώριμο παιδί στον ενήλικα εξαρτάται από κάτι εξωτερικό για να επηρεαστεί η διάθεσή του, η αντίληψή του, η κρίση του, ο ενήλικας συνδέεται με τα συναισθήματά του, συνδεόμενος με την κάθε κατάσταση. Η ανώριμη πλευρά του παιδιού μέσα μας διαιρεί, διαχωρίζει, διχάζει, με τις ώριμες πλευρές ο ενήλικας συνθέτει και συνδέεται, βλέπει οπτικές σε ό,τι αντικρίζει που τον ενώνουν με αυτό, ακόμα κι αν διαφωνεί με αυτό. Το μικρό παιδί απειλείται από τη διαφορετικότητα των συναισθημάτων, από την διαφορετικότητα των άλλων, ο ενήλικας ανακαλύπτει στην αποδοχή της διαφορετικότητας την κόλλα που τον ενώνει με το είναι του. Το μικρό παιδί βλέπει τον κόσμο άσπρο ή μαύρο, ο ενήλικας ανακαλύπτει σε κάθετί που βλέπει όλη την γκάμα των χρωμάτων που επιτρέπει στον εαυτό του. Το μικρό παιδί επιτίθεται ή λειτουργεί στο παρασκήνιο χωρίς τον ανάλογο σεβασμό, ο ενήλικας σέβεται τις υποχρεώσεις του, τα δικαιώματά του όπως και τα δικαιώματα των άλλων.
Το μικρό παιδί θυμώνει με τους γονείς του, παράλληλα όμως θέλει να επανορθώσει, ειδικά όταν και οι γονείς λειτουργούν και εκείνοι το ίδιο.
Το να συνενώνουμε διαφορετικά συναισθήματα σημαίνει ότι “μπορώ να είμαι σε επαφή με όλα τα συναισθήματα μου σε μια σχέση, σε μια συνθήκη, στο πως βλέπω και αντιμετωπίζω μια κατάσταση, χωρίς να απορρίπτω τη σχέση, τη συνθήκη, την κατάσταση. Επιτρέπω στον εαυτό μου να έχω αυθεντικά συναισθήματα και να επικοινωνώ με αυτά. Επιτρέπω στον εαυτό μου να είμαι σε σύνδεση με τον εαυτό μου και με ό,τι μου διακινεί αυτά τα συναισθήματα”.
Γινόμαστε επιθετικοί από φόβο πως δεν θα γίνουμε αποδεκτοί με όλα μας τα συναισθήματα. Φοβόμαστε πως οι άλλοι δεν θα κάνουν δεκτά τα δικαιώματά μας. Αυτό μας απομακρύνει από την δυνατότητά μας για σύνδεση, από τις προσπάθειες μας να βρούμε κοινούς τόπους για να συνδιαλλαγούμε, από το να δώσουμε αξία σε μια επικοινωνία που εμπεριέχει όλα τα συναισθήματα και στην οποία οι άνθρωποι κρατιούνται σε αυτήν.
Το μικρό παιδι στον ενήλικα που χάνεται στα επιθετικά του συναισθήματα δεν βλέπει τις δυνατότητές του, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει μόνο όταν βιώνει ειρήνη μέσα του, όπου ειρήνη δεν είναι απουσία επιθετικών συναισθημάτων αλλά συνένωση τους.
Η φύση της επιθετικότητας και της αγάπης είναι αδιαχώριστες. Συνενώνοντάς τις αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Να δούμε τη ζωή όπως είναι και να συμβάλλουμε σε αυτήν με όλες μας τις δυνάμεις χωρίς να τις διαχωρίζουμε. Στη σύνθεση και στη συνένωση είναι η απάντηση.
Αγγελική Μπολουδάκη