Η μοναχικότητα μοιράζεται. Η μοναξιά όχι.
2 Ιουλίου 2019Όταν συμφιλιωνόμαστε με τα συναισθήματα του παρελθόντος, νιώθουμε ελεύθεροι
9 Ιουλίου 2019
Λαχταρούσε και ονειρευόταν από τότε που έμαθε ότι το μωρό ήταν κορίτσι. Στο πρώτο παιδί δόθηκε το όνομα του πατρικού παππού και τώρα, στο δεύτερο, επιθυμούσε μιαν αναγνώριση, μιαν ανταμοιβή.
Γι’ αυτό ξαφνιάστηκε, γι’ αυτό βρέθηκε τόσο απροετοίμαστη, όταν σήμερα, χωρίς καν να έχει το θάρρος να το ανακοινώσει, η κόρη της άφησε να εννοηθεί ότι το παιδί θα πάρει το όνομα της φυσικής της μητέρας.
Προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε, φοβήθηκε μήπως προδοθεί και ανέβαλε να δει κατά πρόσωπο τα έντονα συναισθήματα που την πλημμύρισαν.
Ήταν τριών χρονών η Νίκη όταν έχασε τη μητέρα της κι είχε φτάσει τα πέντε όταν ο πατέρας της ερωτεύτηκε ξανά και δισταχτικά παρουσίασε εκείνη που σύντομα έγινε γυναίκα του και πήρε το ρίσκο να γίνει δική της μητέρα.
Δεν ήταν εύκολο στην αρχή, ποτέ δεν ήταν. Οπωσδήποτε της δημιουργούσε συναισθήματα στοργής ένα ανυπεράσπιστο παιδί, οπωσδήποτε ήταν φορές που γινόταν ο τρόπος να κερδίζει την αγάπη του άντρα που επέλεξε να συμπορευτεί.
Όμως ήταν πάντα στην κόψη του ξυραφιού κι όλη η μάχη δινόταν σ’ αυτό το παράδοξο: να προσπαθεί να την αγαπά σαν να ήταν δικό της παιδί, αναγνωρίζοντας όμως και την πραγματικότητα ότι δεν είναι.
Χρειαζόταν πολλή σιγουριά και εμπιστοσύνη στον εαυτό της να αντέξει την αμφιθυμία της μικρής, καθώς τα παιδιά έχουν μιαν ακούραστη αντοχή να τεστάρουν.
Είχε αποφασίσει να μη βιάζεται να βάλει όρια, αν προηγουμένως δεν στεριώσει η σχέση. Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν ωφελεί να ψάχνει τις έξυπνες ατάκες στην αμφισβήτηση του παιδιού, αλλά να εστιάζει στην εσωτερική της προσωπική διεργασία, ώστε ο λόγος της να έχει αντίκρισμα.
Πολλές φορές πάλι, έβλεπε το κορίτσι να ανθίζει κάτω από το βλέμμα της και τότε η καρδιά της βίωνε τη βεβαιότητα ότι θαύματα εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Κι ήταν κάποια σημάδια που με αγωνία αναζητούσε και τα φύλαγε μυστικά, όπως μια ζωγραφιά που έφτιαξε η Νίκη στο σχολείο και τους τοποθετούσε χέρι – χέρι εκείνη, τον πατέρα, τον εαυτό της, υπογράφοντας με περηφάνια: η οικογένειά μου.
Απαιτείτο μια απίστευτη δεξιότητα να εμπιστευτεί τη σχέση του παιδιού με τον πατέρα και να μην βρίσκεται στο περιθώριο. Έπρεπε να αναγνωρίζει τη σχέση πατέρα – κόρης, χωρίς να επιβάλει τον εαυτό της, αλλά και χωρίς να παραιτείται. Σεβόταν τον παρελθόν που τους ένωνε κι εκείνη δεν μπορούσε να συμμετέχει, την κοινή απώλεια που τους έδενε, κι ενώ η ύπαρξή της αποδείκνυε αλάνθαστα την επιθυμία τους να ξεπεράσουν το τραύμα, ταυτόχρονα η ύπαρξή της υπενθύμιζε την απώλεια. Πόσες φορές στην αρχή είχε επιθυμήσει το παράλογο: να μπορούσε να συμμετέχει σ’ αυτή τη λύπη, να την αφορά, για να μην αισθάνεται τον αβάσταχτο αποκλεισμό.
Να παλεύει με τη μνήμη, ήταν σίγουρη χαμένη. Πώς να βρεθεί ισορροπία να λειτουργεί η μνήμη ώστε να διατηρείται η συνέχεια και ταυτόχρονα να μην εμποδίζεται η ζωή; Δεν ήξερε πώς να το πετύχει κι επέλεξε να λησμονήσει το παρελθόν και να μην ευνοήσει ποτέ συζητήσεις – αναφορές στο πρόσωπο της μητέρας.
Πώς να επιτευχθεί η σοφή προτροπή του ποιητή των χαμένων πατρίδων: να θυμάσαι με το μέτρο της φλόγας του κεριού, που όταν δεν θυμάται σβήνει κι όταν θυμάται πολύ λειώνει.
Δεν άντεχε τη σύγκριση με μια γυναίκα που ήταν εκ των πραγμάτων στο απυρόβλητο της αφθαρσίας και του μύθου.
Αποφάσισε να αγωνισθεί με τη δύναμη του παρόντος. ‘Ετσι, τόλμησε να κάνει άλλο παιδί και να επεξεργαστεί τα καινούργια δυναμικά.
Αυτό που κάποια στιγμή την εξέπληξε όμορφα, ήταν ότι καταλάγιασε η αγωνία του πρώτου καιρού για τον τρόπο που η Νίκη θα κατέγραφε τη συμπεριφορά της∙ όσο την αποδεχόταν ως κόρη της, τόσο πιο φυσική ήταν απέναντί της, όσο πιο σίγουρη για τον εαυτό της, τόσο πιο πολύ το παιδί ανταποκρινόταν και δεχόταν τη φροντίδα της. Κι ακόμα την εξέπληξε ότι κάποια στιγμή, σε κάποια πράγματα, ένιωσε να της μοιάζει. Ήταν άραγε φαντασία της, ήταν η επιθυμία της να διευρυνθεί ο τόπος συνάντησης: Όχι, ήταν σίγουρη, καθώς παρατηρούσε την κίνηση της Νίκης να τη μιμηθεί ή όταν διέκρινε στην προσωπικότητα του παιδιού στοιχεία που αγαπούσε στον εαυτό της.
Δεν σταμάτησε ποτέ η αναμέτρηση, δεν σταματάει ούτε με τα φυσικά παιδιά, αλλά υπήρχε συνάμα η βεβαιότητα ότι κέρδιζε το στοίχημα και γινόταν η μητέρα της.
Για αυτό δεν ήθελε το φάντασμα να ξαναγυρίσει και με τη δύναμη του ονόματος να αποκτήσει ξανά υπόσταση.
Η πρώτη αίσθηση ήταν της αποτυχίας. Απέτυχαν όλες οι προσπάθειες της να βρει τη θέση της μάνας στην καρδιά του κοριτσιού. Μάταιοι κόποι, τα παιδιά είναι αχάριστα, κι εκείνη που πίστευε ότι μάνα δεν είναι μόνο εκείνη που γεννά, αλλά κυρίως εκείνη που ανατρέφει, θα πρέπει να δεχτεί την ήττα της και να παραιτηθεί επιτέλους απ’ αυτό το άθλημα. Και ο άντρας της την έχει προδώσει, θα ήθελε να είχε επηρεάσει τα πράγματα, θα επιθυμούσε τη διαβεβαίωση, την αναγνώριση για όλα αυτά τα χρόνια. Θα επιθυμούσε, μυστικά, χωρίς να το μάθει η ίδια ποτέ, να επηρεάσει τη Νίκη να δώσει το δικό της όνομα.
Μυστικές σκέψεις μοναχικές. Χαμένοι όλοι σε μυστικές, μοναχικές σκέψεις. Βιώνει απέραντη μοναξιά, η απόσταση αγεφύρωτη, ενοχοποίηση παραμονεύει σε κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης. Εκβιάζει τη λήθη στο όνομα της προσωπικής αναγνώρισης. Μέσα απ’ τα χέρια της αισθάνεται να της γλιστράει, να απομακρύνεται η κόρη που αγωνίστηκε να κερδίσει. Δεν την ξέχασε λοιπόν εκείνη τη σημαντική «άλλη», επιμένει να τη ζωντανέψει, επομένως αναδεικνύεται ότι η ίδια δεν ήταν αρκετή. Το όνομα έρχεται να φανερώσει την αποτυχία της, όλοι θα μάθουν τη θλιβερή της αποτυχία. Αισθάνεται αφόρητη ταπείνωση.
Θα τους χάσει όλους ξανά, καθώς θα ξαναβρούν στο πρόσωπο του μωρού το παρελθόν που πάντα τους ένωνε κι εκείνη θα παραμείνει αποκλεισμένη. Το παρελθόν που προσπέρασε, που πάλεψε να αγνοήσει, ξαναπροβάλλει απειλητικό και εκδικητικό.
Πώς να αισθάνεται η Νίκη; Η γέννηση κοριτσιού κινεί πολλά συναισθήματα που αφορούν τη σχέση της μητέρας με τη δική της μητέρα. Μπορεί να ζωντάνεψαν φόβοι και αγωνίες ότι κι εκείνη δεν θα προλάβει το μεγάλωμα του παιδιού; Μπορεί να φοβάται μήπως αρρωστήσει, όπως συνέβη στη μητέρα της, στην αντίστοιχη ηλικία; Η επιθυμία της να δώσει το όνομα που έχει λησμονηθεί μήπως είναι η αντίσταση ενάντια στον κατακερματισμό της ζωής της; Η λαχτάρα της Νίκης να μπορεί να θυμάται μήπως είναι ασυνείδητα μια ακόμη έκκληση προς εκείνη για να την πλησιάσει περισσότερο και να την κατανοήσει στις πιο μύχιες σκέψεις της, στα πιο μυστικά της συναισθήματα;
Όλα αυτά τα συναισθήματα που τόσα χρόνια φύλαγε ως πολύτιμα στην ψυχή της, -καθώς γρήγορα συνειδητοποίησε ότι απειλούσαν τη σχέση με τη θετή μητέρα – η νοσταλγία για τη μητέρα που δεν χάρηκε κρυσταλλώνονταν στην τεράστια λαχτάρα να προφέρει ξανά το όνομά της.
Χωρίς να το συνειδητοποιεί, άρχισε σιγά σιγά να κάνει αυτό που έκανε πάντα: να μπαίνει στη θέση της Νίκης και να προσπαθεί να την κατανοήσει· και όσο οι διεργασίες αναπτύσσονταν, ξεπερνούσε τα στενά όρια του εαυτού της και ξανάβρισκε την ευρυχωρία της καρδιάς, ξανάβρισκε δηλαδή τη μητρότητα, που πάντα ελπίζει, πάντα εμπιστεύεται, πάντα αποδέχεται. Ποιές αποδείξεις μπορεί να χρειάζεται η καρδιά γι’ αυτό που ήδη γνωρίζει και κατέχει;
Αγόρασε το πιο όμορφο φόρεμα και με λαμπερό βλέμμα κι ανάλαφρη καρδιά, απαλλαγμένη από φόβους και περιττές αμφιβολίες, ήταν εκεί, στην χαρμόσυνη ώρα της βάπτισης, να συμμετέχει στο δώρο της ζωής, ευγνώμων για την καινούργια σχέση αγάπης μ’ αυτό το μικρό, όμορφο, ανυποψίαστο κορίτσι.
Είχε μόλις ολοκληρωθεί η τελετή, όταν η Νίκη πήρε ένα σύννεφο από οργάντζα και το εμπιστεύτηκε πριν απ’ όλους στα χέρια της. Στις λαμπερές σταγόνες των δακρύων του μωρού συναντήθηκε η ματιά τους, συνωμοτική και λυτρωτική ταυτόχρονα.
Ελένη Καραγιάννη, μικρές ανάσες, Αρμός