Το γιατί πίσω από εμένα & εσένα
19 Νοεμβρίου 2018
Προσέχω
21 Νοεμβρίου 2018

Ν’ ΑΦΗΝΕΙΣ ΑΝΟΙΧΤΑ

Ν’ ΑΦΗΝΕΙΣ ΑΝΟΙΧΤΑ

Γράφω για αυτό το βιβλίο. Παθιασμένα και μ’ αγάπη. Ασταμάτητα. Σε κάποια φάση χτυπάει το κινητό μου. Είναι εικονομήνυμα. Μου το ‘χει στείλει η κόρη μου. Είναι με τη μαμά της. Κάνουν baby sitting στο μικρό της ξαδερφάκι. Είναι οι στίχοι από το «Εις τον αφρό της θάλασσας». Είναι το τραγούδι με το οποίο την κοίμιζα όταν ήταν μωράκι. Εκείνη με κοίταζε με τα γουρλωμένα της ματάκια κι εγώ της τραγούδαγα. Ένιωθε έκσταση όταν το άκουγε. Μετά από λίγο έκλειναν τα ματάκια της και κρατούσε σφιχτά το χέρι μου πάνω στη κοιλίτσα της. Μέχρι ν’ αποκοιμηθεί. Θα είναι πάντα το τραγούδι μας. Αυτό που θα μας ενώνει μέχρι το τέλος. Και πιο μετά…

Τώρα είναι εννιά χρόνων. Το βρήκε μπροστά της. Το θυμήθηκε. Το μοιράστηκε μαζί μου. Δεν τη βλέπω κάθε μέρα πια. Ούτε εκείνη ούτε την αδερφούλα της. Αλλά κάθε μέρα ξυπνάμε και κοιμόμαστε μαζί. Κάπου βαθιά μέσα μου. Σ’ ένα μυστικό μέρος. Θα τις έχω πάντα εκεί. Όσο κι αν μεγαλώσουν. Όσο κι αν μεγαλώσω. Όπου κι αν πάνε. Όπου κι αν πάω…

Ξαναδιαβάζω τα λόγια. Και θυμάμαι εκείνες τις μαγικές στιγμές που της το τραγούδαγα. Και νιώθω κάτι να κουνιέται μέσα μου. Κάτι πολύ δυνατό. Τα μάτια μου υγραίνονται. Μαζί κι η ψυχή μου. Νιώθω αυτό που ένιωσε το κοριτσάκι μου όταν το διάβασε. Είμαστε ένα. Και το στέλνω στο μπαμπά μου, με τα μικρά μου χεράκια. Και γίνομαι ένα με τη λαχτάρα της να το διαβάσω. Για λίγο είμαι εκείνη.

Παραδίνομαι στο συναίσθημα. Αφήνομαι να με πλημμυρίσει. Το απολαμβάνω. Τώρα πια ξέρω ότι μόνο αυτό έχω. Μόνο αυτό ορίζω. Γίνομαι το συναίσθημα. Το αφήνω να ταξιδέψει σ’ όλο μου το σώμα. Χωρίς απαγορευτικά. Χωρίς υποχρεωτικές πορείες. Χωρίς όρια ταχύτητας. Ξέρω ότι ποτέ στη ζωή μου δε θα ξανανιώσω το ίδιο ακριβώς συναίσθημα.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Παλιά το έκρυβα. Ντρεπόμουν.

Εμείς οι αρσενικοί έχουμε μια γενετήσια κατάρα. Να μην κλαίμε. Να ‘μαστε δυνατοί.

Ευτυχώς ξέρω πια.

Δυνατός είναι ο ευάλωτος.

Αυτός που κλαίει.

Αυτός που λυγίζει.

Αυτός που κάποιες φορές δεν μπορεί.

Τα παλιά χρόνια η γιαγιά μου άφηνε την πόρτα ανοιχτή.

Δεν έκλεινε. Δεν κλείδωνε.

Έμπαιναν οι φίλοι. Έμπαινε ο αέρας. Έμπαινε η Ζωή.

Έτσι αποφάσισα να ζω κι εγώ τη δική μου.

Με τα παντζούρια ανοιχτά.

Να μπαίνει ο ήλιος.

Να με ξυπνάει.

Να με ζεσταίνει.

Να ‘σαι καλά, κοριτσάκι μου γλυκό.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΞΕΝΑΚΗΣ, ΤΟ ΔΩΡΟ, KEY BOOKS