Η Ιλάρια, έλεγα μέσα μου, μοιάζει με χωρικό που αφού φύτεψε το περιβόλι του και είδε να σκάζουν τα πρώτα βλαστάρια, αρχίζει να φοβάται ότι κάτι μπορεί να τα βλάψει. Τότε για να τα προφυλάξει από την κακοκαιρία, αγοράζει ένα μεγάλο φύλλο από πλαστική ύλη, ανθεκτικό στο νερό και στον αέρα, και το σκεπάζει με αυτό. Για να κρατήσει μακριά τη μελίγκρα και τις κάμπιες, τα ραντίζει με πλούσιες δόσεις εντομοκτόνου. Είναι μια δουλειά χωρίς ανάπαυλα, δεν υπάρχει στιγμή της μέρας και της νύχτας που να μη σκέφτεται το περιβόλι του και με ποιο τρόπο να το προστατέψει. Και κάποιο πρωί, ανασηκώνοντας το πλαστικό κάλυμμα, έχει τη δυσάρεστη έκπληξη να τα βρει όλα σαπισμένα, νεκρά. Αν τα είχε αφήσει ελεύθερα ν’ αναπτυχθούν, μερικά θα πέθαιναν οπωσδήποτε, ορισμένα όμως θα επιζούσαν. Δίπλα σ’ αυτά που είχε φυτέψει θα φύτρωναν άλλα, φερμένα από τον αέρα και τα έντομα, μερικά από αυτά θα ήταν ζιζάνια και θα τα ξερίζωνε, άλλα όμως μπορεί να γίνονταν λουλούδια που θα πρόσθεταν με τα χρώματά τους μια νότα χαράς στη μονοτονία του λαχανόκηπου.
Καταλαβαίνεις; Έτσι είναι τα πράγματα, χρειάζεται γενναιοδωρία στη ζωή.
Σουζάνα Ταμάρο, Όπου σε πάει η καρδιά, Ωκεανίδα