Σύζυγοι που σκοτώνουν συζύγους, άντρες που βιάζουν εργαζόμενες γυναίκες, διαταραγμένα άτομα σε ρόλο «τιμωρού» που ποτίζουν με βιτριόλι τις ζωές και τα πρόσωπα συνανθρώπων μας.
Μια καθημερινότητα σε μια Ελλάδα που δεν αναγνωρίζω, μια ρουτίνα πλέον σε μια χώρα που νομίζαμε ότι είναι από τις πιο ασφαλείς…
Οι τελευταίες εξελίξεις με κάνουν να περπατώ στο δρόμο και να κοιτάζω γύρω μου όσους με πλησιάζουν. Περπατώ το βράδυ στη γειτονιά μου και βιάζομαι να μπω στην είσοδο της πολυκατοικίας για να κλείσω την πόρτα πίσω μου. Συζητώ με φίλους που μεγαλώνουν παιδιά και σκέφτονται να αφήσουν τα πάντα πίσω τους και να φύγουν στην επαρχία. Ακούω μαρτυρίες από γνωστούς μου που άγνωστοι μπήκαν σπίτι και τους έκλεψαν τα πάντα…
Τα σκέφτομαι και προσπαθώ να καταλάβω πού έγινε το λάθος, πώς το αφήσαμε να συμβεί, πώς μας άφησαν εκτεθειμένους σε τόσους κινδύνους.
Νιώθω ότι ξαφνικά ο έλεγχος και η ζωή έχει φύγει από τα χέρια μας. Νιώθω ότι μας εγκαταλείπει η λογική που υποτίθεται πως χαρακτήριζε το λαό μας, η ευαισθησία, η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη.
Νιώθω ότι ένα μαύρο τέρας έχει εγκατασταθεί στην πόλη και σιγά σιγά μας εξοντώνει, μας αλλοιώνει, στρέφει τον έναν ενάντια στον άλλον…
Αυτήν τη ζωγραφιά την έχω προσπεράσει πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν είχα σταθεί να την παρατηρήσω. Μα τώρα, νιώθω ότι μοιάζει προφητική, ότι μοιράζεται μια αλήθεια, ότι κάτι μας φωνάζει…
Δεν θέλω η ελπίδα να χαθεί, δε θέλω η πόλη να «μαυρίσει», δε θέλω τα κτίρια να μείνουν άδεια ή να φιλοξενούν επικίνδυνους ανθρώπους.
Θέλω να συνεχίσω να πιστεύω στο καλό, να χαμογελάω στους ανθρώπους, να ελπίζω στα παιδιά και να μη ντρέπομαι τους ηλικιωμένους για το πως καταντήσαμε τον κόσμο που μας άφησαν.
Αν σταματήσω να ονειρεύομαι και να προσπαθώ για το καλό, τότε δεν ξέρω γιατί ήρθα στη ζωή. Μια ζωή, που δεν πρέπει να αφήσουμε να μας την πάρουν απ’ τα χέρια…
Χρήστος Δασκαλάκης