Η επίκριση προς τον εαυτό μας είναι συχνά μια κρυφή έκκληση για σύνδεση, μια προσπάθεια να έρθουμε πιο κοντά σε μας τους ίδιους. Πίσω από αυτή την τάση, βρίσκεται μια βαθιά επιθυμία για αυτοκατανόηση, μια ανάγκη να κατανοήσουμε τα κίνητρά μας, τις αποτυχίες και τις επιθυμίες μας. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο έχουμε μάθει να το κάνουμε αυτό συχνά περνά μέσα από τη σύγκριση με μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού που είναι αδύνατο να φτάσουμε. Αυτή η φανταστική εικόνα, η οποία συνήθως βασίζεται σε κοινωνικά πρότυπα ή προσδοκίες άλλων, μας οδηγεί σε μια συνεχή διαδικασία αυτοεπίκρισης.
Η επίκριση αυτή δεν είναι παρά μια φωνή μέσα μας που προσπαθεί να δηλώσει την παρουσία της, να απαιτήσει προσοχή. Είναι μια προσπάθεια να επικυρώσουμε την ύπαρξή μας, να αποδείξουμε την αξία μας, σε έναν κόσμο όπου ο φόβος της απόρριψης ή της εγκατάλειψης είναι πολύ έντονος. Καθώς πιέζουμε τον εαυτό μας να φτάσει σε αυτά τα ιδανικά, ελπίζουμε ότι θα γίνουμε αποδεκτοί και θα αγαπηθούμε. Αυτό, όμως, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, καθώς η επίκριση δεν φέρνει την αποδοχή που αναζητούμε αλλά μάλλον ενισχύει την αίσθηση ότι δεν είμαστε αρκετοί.
Επιπλέον, η κριτική μας προς τους άλλους είναι συχνά μια προβολή της δικής μας εσωτερικής πάλης. Νομίζουμε πως ο μόνος τρόπος για να συνδεθούμε με τους άλλους είναι μέσα από την κριτική, όπως ακριβώς κάνουμε και με τον εαυτό μας. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε, προσπαθούμε να εφαρμόσουμε τις ίδιες αυστηρές προσδοκίες στους ανθρώπους γύρω μας, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει σύνδεση. Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι συχνά αποξένωση. Οι άμυνες που σηκώνουμε δεν επιτρέπουν στους άλλους να μας προσεγγίσουν πραγματικά, κι έτσι οι σχέσεις μας γεμίζουν ένταση.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι προθέσεις μας, είτε πρόκειται για την κριτική προς τον εαυτό είτε προς τους άλλους, δεν είναι κακοπροαίρετες. Προσπαθούμε απλώς να νιώσουμε ότι υπάρχουμε, ότι αξίζουμε. Όμως, το αποτέλεσμα δεν μας δικαιώνει. Αντιθέτως, πολλές φορές νιώθουμε πιο απομονωμένοι και ανικανοποίητοι.
Η επίκριση είναι, στην ουσία, μια μορφή επικοινωνίας με τον εαυτό μας, αλλά είναι μια μορφή που χρειάζεται αλλαγή. Αντί να χρησιμοποιούμε την επίκριση ως μέσο για να προσεγγίσουμε τον εαυτό μας, μπορούμε να υιοθετήσουμε μια στάση πιο ενσυναισθητική και κατανοητική. Όταν αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας με ανθρώπινη κατανόηση, επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει ότι αξίζει χωρίς την ανάγκη να φτάσει σε απραγματοποίητα ιδανικά. Αυτό μας απελευθερώνει από την ανάγκη να καταφύγουμε σε υπερβολικές προσδοκίες που τελικά μας απογοητεύουν.
Μέσα από αυτή την αλλαγή οπτικής, αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε ότι τα “ύψη” που πραγματικά μας ανήκουν είναι εκείνα στα οποία αισθανόμαστε οικεία και άνετα. Δεν χρειάζεται να επιδιώκουμε το ακατόρθωτο, ούτε να νιώθουμε ενοχές για τους στόχους που αφήνουμε πίσω. Κάθε μας επιλογή μπορεί να είναι αυθεντική και ισορροπημένη, όταν αποδεχόμαστε τα όριά μας και τα όνειρα που μας ταιριάζουν.
Όσο περισσότερο υποστηρίζουμε τον εαυτό μας, τόσο λιγότερο νιώθουμε την ανάγκη να επιβάλουμε την παρουσία μας. Η αυτοπεποίθηση και η αποδοχή του εαυτού μας χωρίς τη συνεχή αναζήτηση εξωτερικής επιβεβαίωσης, είναι ο δρόμος προς την αληθινή εσωτερική γαλήνη. Αυτή η στάση ζωής μας δικαιώνει, γιατί είναι βαθιά συνδεδεμένη με την αγάπη για τον εαυτό.
Τελικά, όσο συνειδητοποιούμε ότι δεν χρειάζεται να αγωνιζόμαστε συνεχώς για να κερδίσουμε την αναγνώριση ή να ανταγωνιστούμε για να επικρατήσουμε, τόσο πιο ήρεμα δεχόμαστε ό,τι μας συμβαίνει. Η επίκριση μεταμορφώνεται σε κατανόηση και αποδοχή των συναισθημάτων μας. Έτσι, σε κάθε περίσταση μπορούμε να διαχειριστούμε καλύτερα τις αντιδράσεις μας και να επιλέξουμε τον δρόμο της ειρήνης με τον εαυτό μας.
Αυτή η αλλαγή συμβαίνει όταν αρχίσουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από ένα πρίσμα αξίας. Όταν εκτιμούμε το παρελθόν μας και του αποδίδουμε θετικό νόημα, όταν κάθε μας κίνηση είναι μια έκφραση της δικής μας αλήθειας, τότε η κριτική παύει να είναι εργαλείο πόνου και γίνεται εργαλείο ανάπτυξης.
Αγγελική Μπολουδάκη