Η ανταπόκριση των γονιών στα μηνύματα του παιδιού τους είναι το θεμέλιο της συναισθηματικής του ανάπτυξης και της αίσθησης ασφάλειας στον κόσμο. Όταν ένα παιδί νιώθει ότι οι γονείς του είναι εκεί, παρόντες και δεκτικοί στις ανάγκες του, χτίζει έναν εσωτερικό κόσμο γεμάτο εμπιστοσύνη, αγάπη και αποδοχή. Νιώθει ότι αξίζει, ότι έχει τη δύναμη να αντέξει και να εξελιχθεί, γιατί η βάση της ύπαρξής του στηρίζεται σε αυτή την ασφαλή αγκαλιά.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι γονείς δυσκολεύονται να ανταποκριθούν με συνέπεια, όταν οι αντιδράσεις τους είναι απρόβλεπτες ή όταν οι ανάγκες του παιδιού δεν κατανοούνται, το παιδί νιώθει ότι πατά σε κινούμενη άμμο. Αυτή η αίσθηση ανασφάλειας διαβρώνει τη σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους. Το παιδί αρχίζει να αμφιβάλλει για τη δική του αξία, να φοβάται την απόρριψη, να καταπιέζει τις ανάγκες και τα συναισθήματά του για να προσαρμοστεί. Ζει με την αγωνία πως αν εκφραστεί ειλικρινά, θα απορριφθεί ή θα εγκαταλειφθεί.
Όταν οι γονείς μεταφέρουν αστάθεια, απρόβλεπτες συμπεριφορές ή διφορούμενα μηνύματα, το παιδί βρίσκεται συνεχώς σε επαγρύπνηση. Ηρεμία και ασφάλεια γίνονται έννοιες μακρινές, και στη θέση τους κυριαρχούν ο φόβος και η ανάγκη για έλεγχο του απρόβλεπτου. Η ψυχή του παιδιού κλείνεται στον εαυτό της, και οι σχέσεις του με τους άλλους γίνονται επιφανειακές, αμυντικές ή γεμάτες θυμό και ενοχή.
Αν οι γονείς είναι επικριτικοί, απορριπτικοί ή δεν αποδέχονται τη μοναδικότητα του παιδιού, εκείνο μαθαίνει να κρύβεται πίσω από μια ιδεατή εικόνα. Νιώθει ότι πρέπει να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι για να γίνει αποδεκτό. Χτίζει άμυνες, δεν εκφράζει την ευαλωτότητά του και φοβάται να αγαπήσει αληθινά, γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη στη δική του αξία.
Όταν οι γονείς δεν είναι σταθερά διαθέσιμοι για το παιδί τους ή δεν κατανοούν τις πραγματικές του ανάγκες, το παιδί νιώθει απογοήτευση και μοναξιά. Η αίσθηση της εγκατάλειψης γίνεται πιο έντονη, επειδή κάθε μικρή έλλειψη προσοχής ή διαθεσιμότητας μεταφράζεται για το παιδί ως απόρριψη. Το παιδί ζει σε συνεχή άγχο, φοβάται μήπως οι ανάγκες του δεν γίνουν κατανοητές ή μήπως απορριφθεί συναισθηματικά. Αυτή η αίσθηση του φόβου δημιουργεί ένα αμφιθυμικό και αγχώδες μοτίβο στις σχέσεις του, όπου συχνά δεν ξέρει πώς να συνδεθεί με τους άλλους χωρίς να αισθανθεί ότι θα προδοθεί.
Αυτό το παιδί συχνά αναπτύσσει έναν μηχανισμό προσκόλλησης που μπορεί να είναι εξαρτητικός ή συνεξαρτητικός, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες των άλλων χωρίς να αναγνωρίζει ή να φροντίζει τις δικές του. Η ανάγκη να νιώσει αποδεκτό και αγαπητό είναι τόσο μεγάλη που ξεχνά να αναγνωρίσει τα δικά του συναισθήματα και τα δικαιώματά του.
Όταν οι γονείς είναι επικριτικοί ή απορριπτικοί, το παιδί μαθαίνει να φοβάται την απόρριψη. Η προσέγγιση στις σχέσεις γίνεται γεμάτη φόβο και άγνοια της προσωπικής του αξίας, καθώς κάθε απόπειρα έκφρασης συναισθημάτων έρχεται αντιμέτωπη με την αποδοκιμασία. Το παιδί μεγαλώνει με την πεποίθηση ότι τα συναισθήματά του δεν αξίζουν προσοχή ή σεβασμό. Συνεπώς, προσπαθεί να συνδεθεί με τους άλλους μέσα από μια ψευδαίσθηση του ποιοι είναι ή ποιοι πρέπει να είναι οι άλλοι για να τον αγαπήσουν και να τον αποδεχτούν.
Αυτός ο τρόπος λειτουργίας μπορεί να δείχνει εξωτερικά ως ανεξαρτησία, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια άμυνα απέναντι στον πόνο της απόρριψης. Το παιδί απομακρύνεται από τις αυθεντικές του ανάγκες για να προστατεύσει τον εαυτό του από τον φόβο του συναισθηματικού πόνου, καταλήγοντας να ζει με το βάρος της ανάγκης για αποδοχή, ενώ ταυτόχρονα φοβάται ότι δεν θα την βρει ποτέ.
Αυτό το παιδί χρειάζεται υποστήριξη και ενσυναίσθηση, για να καταφέρει να αναγνωρίσει και να εκφράσει τις αληθινές του ανάγκες και συναισθήματα χωρίς φόβο απόρριψης. Χρειάζεται ανθρώπους που θα το ακούσουν, θα το κατανοήσουν και θα το αγαπήσουν για αυτό που είναι, δίνοντάς του τη δυνατότητα να θεραπεύσει την εσωτερική του πληγή και να βρει τις αυθεντικές συνδέσεις που του αξίζουν.
Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου οι γονείς του είναι απρόβλεπτοι, με ασταθή συμπεριφορά και αντιφατικά μηνύματα, η καθημερινότητά του μετατρέπεται σε μια συνεχή κατάσταση άγχους και φόβου. Κάθε στιγμή μοιάζει να εγκυμονεί μια απειλή, καθώς δεν γνωρίζει πώς να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των σημαντικότερων ανθρώπων στη ζωή του. Το παιδί δεν βρίσκει ασφαλές έδαφος να σταθεί, γιατί αυτό που σήμερα φαίνεται οικείο, αύριο μπορεί να γίνει απειλητικό ή απορριπτικό.
Αυτό το συνεχές αίσθημα ανασφάλειας το διαβρώνει εσωτερικά. Ζει σε μια κατάσταση εγρήγορσης, έτοιμο να αντιμετωπίσει έναν άγνωστο κίνδυνο, χωρίς όμως να έχει τα εργαλεία για να το κάνει. Η αδυναμία να βρει σταθερότητα στις σχέσεις του το οδηγεί να αμφισβητεί ακόμα και την ίδια του την αξία. Δεν μπορεί να νιώσει ότι είναι αγαπητό και πολύτιμο, καθώς οι αμφίσημες συμπεριφορές που λαμβάνει το μπερδεύουν και του δημιουργούν την αίσθηση ότι ίσως φταίει το ίδιο για τα προβλήματα γύρω του.
Αυτή η εμπειρία επηρεάζει βαθιά την ψυχοσύνθεσή του. Το παιδί αναπτύσσει έναν αποδιοργανωμένο τρόπο σύνδεσης με τους άλλους, όπου συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος και η ενοχή γίνονται κυρίαρχα. Ο θυμός εκφράζει την οργή του για την απουσία ασφάλειας. Ο φόβος καθρεφτίζει την αγωνία του για το άγνωστο. Και η ενοχή ενισχύεται από την πεποίθηση ότι ίσως το ίδιο είναι η πηγή του χάους.
Σε βάθος χρόνου, η ανικανότητα να εμπιστευτεί την αγάπη των άλλων μπορεί να το εμποδίσει να δημιουργήσει υγιείς σχέσεις. Το παιδί μεγαλώνει με τη βαθιά ανησυχία ότι μπορεί να προκαλέσει στους άλλους την ίδια συναισθηματική αστάθεια που έζησε. Νιώθει διαρκώς την ανάγκη να προστατευτεί, ακόμα και όταν ο κίνδυνος δεν είναι πραγματικός.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως ένα παιδί που μεγαλώνει έτσι έχει ανάγκη από αποδοχή, κατανόηση και υποστήριξη. Χρειάζεται να του δοθεί η ευκαιρία να νιώσει ασφαλές, ώστε να χτίσει ξανά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους. Μέσα από τη ζεστασιά, τη σταθερότητα και τη συνέπεια, μπορεί να μάθει ότι είναι άξιο να αγαπηθεί και ότι η αγάπη δεν χρειάζεται να συνοδεύεται από φόβο. Το ταξίδι αυτό είναι μακρύ, αλλά η αγκαλιά που παρέχει σταθερότητα μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά.
Ωστόσο, όταν ένα παιδί έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που του παρείχε σταθερότητα και αποδοχή, μαθαίνει να πιστεύει στον εαυτό του. Επικοινωνεί με ειλικρίνεια, συνδέεται αυθεντικά, εκφράζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του χωρίς να φοβάται μήπως χάσει την αγάπη των άλλων. Νιώθει αρκετό και ελεύθερο να είναι αυτό που πραγματικά είναι.
Η πραγματικότητα είναι ότι λίγοι άνθρωποι έχουν μεγαλώσει σε τέλεια περιβάλλοντα. Ακόμα κι αν οι γονείς είχαν την πρόθεση, συχνά το περιβάλλον ή άλλες συνθήκες δεν ευνοούσαν τη σταθερότητα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ασφάλεια που μας έλειψε δεν μπορεί να ανακτηθεί. Η ενσυνείδητη αναγνώριση των ελλείψεων μας, ο σεβασμός στις δικές μας αλήθειες και η αποδοχή του εαυτού μας μπορούν να γίνουν η βάση για μια νέα αρχή.
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη των συναισθημάτων και των σκέψεών μας, μπορούμε να χτίσουμε σχέσεις που μας αγκαλιάζουν όπως πραγματικά είμαστε. Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε. Μπορούμε να είμαστε ευάλωτοι, ειλικρινείς και γνήσιοι. Έτσι, δεν γεμίζουμε μόνο τις δικές μας ανάγκες, αλλά δημιουργούμε χώρο και για τις ανάγκες των άλλων. Και μέσα από αυτόν τον αληθινό τρόπο σύνδεσης, νιώθουμε, επιτέλους, μαζί.
Αγγελική Μπολουδάκη
1. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΣΜΩΝ, BOWLBY JOHN, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
2. Ο JOHN BOWLBY ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΣΜΟΥ, HOLMES JEREMY, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ