Αγκαλιάζοντας το σύμπτωμα: Το ταξίδι προς την αλήθεια και την αυτοαγάπη
10 Ιουλίου 2025
Σχέση μητέρας και πρωτότοκου γιου
11 Ιουλίου 2025

Δεν είμαι μόνο το συναίσθημά μου: Μαθαίνοντας να νιώθω χωρίς να χάνομαι

Ένα παιδί έχει βαθιά ανάγκη να γίνει αποδεκτό με όλα του τα συναισθήματα — όχι μόνο με τα «ευχάριστα» ή τα «βολικά» για το περιβάλλον του, αλλά και με τα δύσκολα, τα έντονα, τα αντιφατικά. Η ψυχική του ισορροπία δεν προϋποθέτει την απουσία θυμού, φόβου ή λύπης, αλλά την ελεύθερη και ασφαλή έκφραση αυτών των συναισθημάτων, χωρίς ντροπή ή απόρριψη.

Όταν το παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που δεν του επιτρέπει να νιώθει «όλα» του τα συναισθήματα, αναπτύσσει την εσωτερική πεποίθηση ότι κάποια κομμάτια του είναι ανεπιθύμητα ή ακόμη και επικίνδυνα. Μαθαίνει να τα απωθεί, να τα θάβει ή να τα μεταμφιέζει. Όμως τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται, δεν εξαφανίζονται· μεταμορφώνονται σε άγχος, σωματοποιήσεις ή παρορμητικές εκδηλώσεις που το ίδιο το παιδί συχνά δεν μπορεί να κατανοήσει. Έτσι, ο ψυχικός του κόσμος γίνεται ένα μέρος που δεν ελέγχει, αλλά από το οποίο παρασύρεται.

Όταν ένα παιδί βιώνει έντονη χαρά ή λύπη και αισθάνεται ότι αυτό το συναίσθημα το κατακλύζει ολοκληρωτικά, αυτό είναι ένδειξη πως δεν έχει μάθει ακόμα να ξεχωρίζει το «είμαι» από το «νιώθω». Δεν λέει «νιώθω λύπη», αλλά «είμαι η λύπη». Χάνεται μέσα στο συναίσθημά του — γιατί δεν έχει ακόμη χτιστεί ο εσωτερικός χώρος που θα του επέτρεπε να παρατηρεί το συναίσθημα χωρίς να γίνεται το ίδιο. Αυτός ο «χώρος παρατήρησης», η δυνατότητα να σταθεί κανείς απέναντι στο συναίσθημά του με επίγνωση και ενσυναίσθηση, καλλιεργείται μέσα από τη σχέση.

Η παρουσία ενός ενήλικα που αντέχει το συναίσθημα του παιδιού, χωρίς να το απορρίπτει, να το μειώνει ή να το «διορθώνει», είναι θεμελιώδης. Μέσα από αυτή τη σχέση αποδοχής και καθρέφτισης, το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει, να ονομάζει και τελικά να ρυθμίζει τα συναισθήματά του. Ένα «είσαι πολύ θυμωμένος τώρα, και είναι εντάξει να είσαι» ή ένα «καταλαβαίνω ότι αυτό σε λύπησε πολύ» έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από μια παρότρυνση του τύπου «μην κάνεις έτσι» ή «δεν είναι τίποτα». Αυτή η φράση-γέφυρα βοηθά το παιδί να ξαναβρεί το κέντρο του — να αισθανθεί ότι το συναίσθημα είναι κάτι που περνάει από μέσα του, όχι κάτι που το καθορίζει.

Η εσωτερική σταθερότητα, λοιπόν, δεν προκύπτει από την απουσία έντονων συναισθημάτων, αλλά από την ικανότητα του παιδιού να παραμένει σε επαφή με τον εαυτό του ενώ νιώθει. Από την εμπειρία ότι μπορεί να νιώθει χωρίς να χάνεται, να θυμώνει χωρίς να πληγώνει, να λυπάται χωρίς να βυθίζεται, να χαίρεται χωρίς να υπερδιεγείρεται.

Και αυτή η ικανότητα γεννιέται — και καλλιεργείται — μέσα από την ανθρώπινη σχέση, μέσα από την αποδοχή, την ενσυναίσθηση, την παρουσία.  Εκεί όπου το παιδί (ή αργότερα ο ενήλικας) μαθαίνει ότι όλα τα συναισθήματα χωρούν, πως τίποτα μέσα του δεν είναι «πολύ» ή «λίγο», και ότι μπορεί να είναι αυτός που νιώθει, χωρίς να χάνει την εσωτερική του συνοχή.

Όμως τι συμβαίνει όταν αυτό δεν έχει συμβεί;

Όταν το παιδί δεν έγινε δεκτό συναισθηματικά, μεγαλώνει ως ενήλικας που αμφισβητεί την εγκυρότητα των συναισθημάτων του. Αναρωτιέται αν έχει το «δικαίωμα» να νιώθει, αν αυτό που αισθάνεται είναι «σωστό», αν θα τον αγαπήσουν ή θα τον απορρίψουν όταν εκφραστεί. Το εσωτερικό του τοπίο γίνεται θολό, γεμάτο αμφιβολίες. Και τότε, το τραύμα της μη αποδοχής συνεχίζει να δρα — όχι πια μέσα στο οικογενειακό σπίτι, αλλά μέσα στις ενήλικες σχέσεις.

Ο ενήλικας αυτός συχνά αναζητά —ασυνείδητα— σχέσεις που αναπαράγουν το γνώριμο σχήμα: συντρόφους που δεν αντέχουν τα συναισθήματά του, που τον κάνουν να αισθάνεται «υπερβολικός», που δεν τον βλέπουν βαθιά. Κάποιες φορές υποτάσσεται, χάνοντας τον εαυτό του για να κρατήσει τον άλλον. Άλλες φορές αποσύρεται και αποφεύγει κάθε εγγύτητα, για να προστατευτεί από την επανάληψη της παλιάς πληγής. Ή εναλλάσσεται ανάμεσα στα δύο, ζώντας έναν κύκλο έντασης, φόβου και μοναξιάς.

Τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει σχέσεις δεν είναι συνειδητά. Δεν είναι «ποιος μου κάνει καλό» ή «με ποιον νιώθω ασφάλεια». Είναι πιο υπόγεια: ποιος μου είναι οικείος; Ποιος μου θυμίζει κάτι βαθύ, άρρητο, παιδικό; Συχνά, αυτό το «κάτι» είναι το ίδιο το τραύμα.

Μερικές φορές, επιλέγει ανθρώπους που μοιάζουν συγκινητικά με τον γονέα που δεν άντεχε το συναίσθημά του — με την ελπίδα πως αυτή τη φορά η ιστορία θα έχει άλλο τέλος. Ότι τώρα θα τον αγαπήσουν όπως είναι. Όμως χωρίς θεραπεία, το σενάριο επαναλαμβάνεται.

Η θεραπεία σε αυτό το σημείο δεν είναι απλώς μια διαδικασία επίγνωσης. Συμβαίνει όταν δοκιμάζει για πρώτη φορά να φανερώσει τον εαυτό του χωρίς να τιμωρείται ή να απορρίπτεται. Μαθαίνει να αναγνωρίζει το συναίσθημα, να το εκφράζει και να το εμπιστεύεται. Σιγά σιγά, αναπτύσσει την ικανότητα να ρυθμίζει τον ψυχισμό του, όχι μέσα από άρνηση ή άμυνες, αλλά μέσα από σύνδεση με τον εαυτό του.

Και κάπου εκεί, αρχίζουν να αλλάζουν και τα κριτήρια επιλογής. Όχι επειδή «πρέπει να διαλέξω αλλιώς», αλλά επειδή μπορώ να αισθανθώ αλλιώς. Όταν ο άνθρωπος αρχίσει να γίνεται ο εαυτός του, τότε μπορεί και να επιλέγει ανθρώπους που τον βλέπουν αληθινά, που μπορούν να είναι μαζί του όχι μόνο όταν χαμογελά, αλλά και όταν τρέμει, πονά ή ζητά.

Τότε, και μόνο τότε, μπορεί να αγαπήσει και να αγαπηθεί — όχι με όρους προσαρμογής ή φόβου, αλλά με όρους παρουσίας.

Αγγελική Μπολουδάκη