

Κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του μια αφήγηση.
Μια ιστορία για το ποιος είναι, τι αξίζει, τι μπορεί και τι όχι. Κάποιες από αυτές τις ιστορίες μάς τις είπαν απευθείας – με λέξεις, ματιές, σιωπές. Άλλες τις δημιουργήσαμε εμείς, προσπαθώντας να εξηγήσουμε τον κόσμο όταν ήμασταν ακόμα μικροί. Συχνά δεν τις θυμόμαστε καν συνειδητά. Κι όμως, ζούμε μέσα τους – σαν σκηνικά θεάτρου που δεν έχουμε αμφισβητήσει ποτέ.
Μια τέτοια ιστορία μπορεί να είναι:
«Δεν είμαι άξιος να αγαπηθώ.»
Ή:
«Αν οι άλλοι με γνωρίσουν πραγματικά, θα φύγουν.»
Αυτές οι πεποιθήσεις δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι βαθιά ριζωμένες εμπειρίες, που έγιναν λόγια μέσα μας — χωρίς να μας ρωτήσουν αν τις θέλουμε.
Αν ένα παιδί μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου η αγάπη δεν εκφράζεται – όπου κανείς δεν το κοιτά στα μάτια με τρυφερότητα, δεν το ακούει, δεν του λέει «είσαι αρκετός όπως είσαι» – τότε μπορεί να μάθει να ζει με την ιδέα πως δεν αξίζει αγάπη.
Ακόμα κι αν οι γονείς είναι εκεί, σωματικά παρόντες, μπορεί να είναι ψυχικά απόντες, επικριτικοί, αγχωμένοι, απόμακροι. Κι έτσι το παιδί δεν καταλαβαίνει μόνο ότι δεν αγαπιέται· καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό.
«Αφού δεν με κοίταζαν, δεν με άκουγαν, δεν με επιβεβαίωναν…
μάλλον δεν ήμουν αρκετός για να αγαπηθώ.»
Αυτό το «μάλλον» γίνεται σταδιακά βεβαιότητα. Και αυτή η βεβαιότητα, όσο μεγαλώνουμε, γίνεται ο φακός μέσα από τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους.
Πολλοί άνθρωποι μαθαίνουν ότι η αγάπη δεν είναι δεδομένη. Ότι πρέπει να είσαι καλός, ήσυχος, φροντιστικός, χρήσιμος για να την αξίζεις.
Και γίνονται ακριβώς αυτό:
Ο «καλός μαθητής», ο «σωστός σύντροφος», ο «υπομονετικός φίλος». Ποτέ βάρος. Ποτέ υπερβολικός.
Αλλά μέσα τους έχουν συνδέσει την αξία τους όχι με την ύπαρξή τους,
αλλά με το τι προσφέρουν. Κι αν σταματήσουν να προσφέρουν – αν, απλώς, υπάρξουν – φοβούνται πως η αγάπη θα εξαφανιστεί.
«Δεν ξέρω πώς να είμαι με κάποιον χωρίς να κάνω κάτι για να μ’ αγαπήσει.»
Ένας άνθρωπος που έχει πληγωθεί βαθιά – από εγκατάλειψη, προδοσία, αδιαφορία – μπορεί να εσωτερικεύσει μια σκληρή ιδέα:
«Όταν με γνωρίσουν πραγματικά, θα φύγουν.»
«Κάτι θα κάνω και θα το χαλάσω.»
Κι έτσι γίνεται καχύποπτος, αγχωμένος, υπερ-προσεκτικός στις σχέσεις του. Φοβάται την απόρριψη τόσο πολύ, που τελικά τη φέρνει. Κι αυτό πονάει διπλά – γιατί μοιάζει σαν επιβεβαίωση της ιστορίας του.
Κάποιοι άνθρωποι κουβαλούν μια εσωτερική ντροπή – όχι για κάτι που έκαναν, αλλά για το ποιοι είναι.
«Αν με δουν όπως είμαι πραγματικά…
θα με απορρίψουν.»
Αυτή η ντροπή γεννιέται συχνά από εσωτερικευμένες φωνές κριτικής:
– «Μη μιλάς έτσι.»
– «Μην κάνεις έτσι.»
– «Τι θα πουν οι άλλοι;»
Ή από μια βαθιά αίσθηση «διαφορετικότητας»: νιώθουν ότι δεν ανήκουν, ότι δεν χωρούν.
Στον κόσμο που ζούμε, όπου όλοι δείχνουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτού τους, πολλοί πιστεύουν πως είναι «λιγότεροι».
Λιγότερο όμορφοι.
Λιγότερο έξυπνοι.
Λιγότερο επιθυμητοί.
Και η εσωτερική τους ιστορία λέει:
«Αν δεν είμαι τέλειος, δεν αξίζω αγάπη. Και δεν είμαι τέλειος.»
Το πιο δύσκολο είναι αυτό:
ο άνθρωπος που νιώθει πως δεν τον αγαπούν, μπορεί πράγματι να τον αγαπούν.
Αλλά να μην μπορεί να το δει.
Γιατί το φίλτρο του είναι φτιαγμένο από παλιές ιστορίες, όχι από το παρόν.
Γι’ αυτό λέμε πως δεν ελευθερωνόμαστε απαραίτητα αλλάζοντας τον εαυτό μας.
Αλλά κατανοώντας τον.
Βλέποντας πώς και γιατί διαμορφώθηκε έτσι.
Τότε μπορούμε, με τρυφερότητα, να αποφασίσουμε αν θέλουμε να αλλάξουμε — και πώς.
Κάποια στιγμή, σε έναν ήσυχο χώρο, σε μια στιγμή αλήθειας, μπορεί να ειπωθεί μια φράση:
«Δεν ξέρω πώς να είμαι με κάποιον χωρίς να κάνω κάτι για να μ’ αγαπήσει.»
Κι αν απέναντί του καθόταν κάποιος που άκουγε αληθινά, μπορεί να του απαντούσε:
«Κι αν η αγάπη ερχόταν όταν δεν κάνεις τίποτα;
Αν η παρουσία σου αρκούσε;»
Και τότε, για πρώτη φορά, η σιωπή δεν θα ήταν άδεια.
Θα ήταν γεμάτη δυνατότητα.
Αγγελική Μπολουδάκη