Αυτοκριτική με συμπόνια
26 Αυγούστου 2025
Κατανοώ χωρίς να δικαιολογώ: Το σπάσιμο του κύκλου του πόνου
9 Σεπτεμβρίου 2025

Συναισθηματικά αιτήματα

Φαντάσου δυο παιδιά που παίζουν μαζί. Το γέλιο τους γεμίζει τον χώρο, οι φωνές τους αντηχούν γεμάτες ενθουσιασμό, και τα χέρια τους σμίγουν πάνω στο ίδιο παιγνίδι. Αυτό το παιγνίδι είναι που τους συνδέει. Δεν είναι η συντροφικότητα ή η χαρά του παιχνιδιού, αλλά το αντικείμενο που τα ενώνει, σαν μια λεπτή κλωστή που κρατά τη φιλία τους.

Κάποια στιγμή, η ισορροπία σπάει. Το ένα παιδί τραβάει το παιγνίδι, θέλοντάς το μόνο για τον εαυτό του. Το άλλο αντιδρά, πληγώνεται, θυμώνει. Δεν μπορούν ακόμα να δουν πέρα από την επιθυμία της στιγμής. Δεν καταλαβαίνουν πως η χαρά τους πηγάζει από την κοινή δημιουργία, από το μοίρασμα. Είναι εγκλωβισμένα στην ιδέα ότι για να είναι ευτυχισμένα πρέπει να κατέχουν. Κι έτσι, η ένταση μεγαλώνει, οι φωνές υψώνονται, και το παιγνίδι – η αιτία της ένωσής τους – γίνεται η αιτία της διαμάχης.

Τα χρόνια περνούν. Τα παιδιά μεγαλώνουν. Μαθαίνουν, πληγώνονται, ωριμάζουν. Κάποτε γίνονται ενήλικες. Και τώρα πια, η χαρά τους δεν εξαρτάται από το τι κατέχουν, αλλά από το πώς δημιουργούν. Μπορούν να στέκονται μόνοι, να εξερευνούν τον κόσμο και να αντλούν χαρά από την ίδια τη διαδικασία της ζωής. Δεν πολεμούν πια τις κρίσεις· κατανοούν ότι είναι μέρος της ύπαρξης. Αντί να εστιάζουν στο πώς θα τις εξαφανίσουν, αναζητούν τρόπους να σταθούν μέσα σε αυτές, να τις διαχειριστούν με γενναιότητα και σεβασμό για τον εαυτό τους.

Στις σχέσεις τους, δεν είναι πια δεσμώτες των αναγκών τους. Επιθυμούν τον άλλον, όχι για να καλύψουν τα κενά τους, αλλά για να μοιραστούν στιγμές, να δημιουργήσουν από κοινού, να εξελιχθούν. Στηρίζουν ο ένας τον άλλον, όχι από υποχρέωση, αλλά από αγάπη. Και όταν ένας από τους δύο χάνεται στις δικές του σκέψεις, ο άλλος είναι εκεί – όχι για να τον σώσει, αλλά για να τον εμπνεύσει, να του θυμίσει τη δική του δύναμη, τη δική του επιθυμία.

Τα παιδιά ζητούσαν αποδοχή. «Θα με αγαπάς ακόμα κι αν δεν έχω το παιγνίδι;» ρωτούσαν με τα μάτια τους τους γονείς. «Θα είμαι αρκετός αν δεν τα καταφέρω;» Η ανάγκη για επιβεβαίωση τα κρατούσε δέσμια. Η εξάρτηση από την εικόνα τους στα μάτια των άλλων τα καθοδηγούσε, κι έτσι έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν αυτή την επιβεβαίωση. Όχι για τους άλλους, αλλά για να γεμίσουν τα δικά τους κενά.

Οι ώριμοι άνθρωποι έχουν άλλη ματιά. Το αίτημά τους δεν είναι πια ανάγκη, αλλά αληθινή επιθυμία: «Θέλω να σε βλέπω να ανθίζεις. Χαίρομαι όταν ακολουθείς τη δική σου επιθυμία, όταν φροντίζεις τον εαυτό σου. Αν οι δρόμοι μας ενώνονται, θα είναι γιατί κοιτάζουμε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση, όχι γιατί στηριζόμαστε ο ένας στον άλλον για να σταθούμε.» Δεν περιμένουν από τους άλλους να γεμίσουν τα κενά τους. Γνωρίζουν πως η ευτυχία χτίζεται από μέσα, με αγάπη, ευθύνη και γενναιοδωρία.

Το παιδί ζητά από τον κόσμο να του ανήκει. Ο ώριμος άνθρωπος ξέρει ότι ο κόσμος δεν του οφείλει τίποτα. Αντί να απαιτεί, δίνει – με πληρότητα, με ευγνωμοσύνη, με αγάπη. Γιατί ξέρει πως η αληθινή χαρά δεν έρχεται από το τι έχει, αλλά από το τι μοιράζεται. Και στην προσφορά αυτή βρίσκει την πληρότητά του.

Αγγελική Μπολουδάκη